Ο διανοητικά καθυστερημένος, ο πειραγμένος δηλαδή. Προέρχεται από την γλώσσα των αυτοκινήτων που μετά από μία άσχημη τράκα αρπάζει το σασί και δεν γίνεται να διορθωθεί 100%.

- Ρε, μου έβρισε τη μάνα χωρίς να του πω τίποτα!
- Μη δίνεις σημασία ρε, το παιδί είναι αρπαγμένο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στις πάμπολλες φυλές αυτοκινητάδων συγκαταλέγονται:

- Ο «αυτοκινητάς» ενίοτε γνωστός και ως «μαντράς» έπαιρνε τα ρίσκα του αφού η πράξη που γινόταν δεν ήταν ούτε νομότυπη, ενώ φορολογικά ήταν «μαύρη»...
(εδώ)

- Η Mustang είναι ένα αυτοκίνητο που θα λατρευτεί όπως το βινίλιο από τους παραδοσιακούς μουσικόφιλους, οι οποίοι απαρνούνται κάθε είδους CD και Blue Ray τεχνολογίες. Θα το ερωτευτούν οι παραδοσιακοί αυτοκινητάδες, που θα κρατάνε το τιμόνι της Mustang και θα ονειρεύονται ότι σοφάρουν στους παραλιακούς δρόμους του Μαλιμπού και τις κυριλέ συνοικίες του Σάνσετ Mπούλεβαρντ.
(εκεί)

- πρεπει να παραδεχτω πως ειμαι αυτοκινιτας, σχετικα καυλογκαζας. ελαφρος μηχανικος και με ενα αγγιγμα καγγουριας.
(παρακεί)

- Και οι αυτοκινητάδες πάνε τόσο αργά που προλαβαίνεις να τους αποφύγεις, να κάνεις κύκλο το τετράγωνο και να ξαναγυρίσεις για να τους κλωτσήσεις την πόρτα.
(και παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στα Σκυριανά, ο γοργοπόδαρος.

  2. Στα μηχανόβια σινάφια το αλάνι της ασφάλτου. Ο μοναχικός καβαλάρης που κόβει με τα γκάζια στο φουλ περισσότερα χιλιόμετρα το μήνα απ’ ότι άλλοι στο χρόνο. Ντόπες του η ταχύτητα, η μυρωδιά βενζίνης και γράσου ακομπανιαμέντο με τους ήχους της θεάς Μηχανής. Σκληρές ροκιές παίζουν σαν υπόκρουση στις πλείστες ταινίες που τον μυθοποίησαν σαν προσωποποίηση της ελευθερίας. Φέρει τον χαρακτηρισμό με τιμή και καμάρι. Η συνοδεύουσα βρωμιά, κούραση και ταλαιπωρημένη επιδερμίδα από ήλιο κι αέρα είναι αξεσουάρ όπως π.χ. η μπαντάνα. Ό,τι έχει νοιώσει δε θα το νοιώσουν οι λοιποί φευ, ούτε με μεταμόσχευση.

Από κοντά κι ο γκαζόκαυλος οδηγός πειραγμένων οχημάτων παντός είδους.

  1. Σε διάφορα επαγγέλματα δηλώνει το αντίθετο του στρογγυλοκαθισμένου στην καρέκλα γραφειάκια – κομπιουτεράκια του κλεισμένου σε τέσσερα ντουβάρια. Αυτόν που είναι μέσα σ’ όλα, συνεχώς σε κίνηση, τον κυνηγό στη ζούγκλα του πεζοδρομίου, τον μάχιμο π.χ. ρεπόρτερ.

Στα φωτογραφικά σινάφια είν’ αυτός που αντλεί τα θέματα απ’ τη ζωή του δρόμου, που ‘ναι στην τσίτα για τη στιγμή – ευκαιρία για το μεγάλο θέμα.

Νομίζω πως κυκλοφορούν δρομιάρηδες σλαγκοανταποκριτές.

  1. – Πού χάθηκες πάλι βρε δρομιάρη;
    - Εδώ.
    - Καππαδοκία!! Για τριήμερο ρε πούστη; Έχεις τζαζέψει κάργα. Καλά τη μάχα δε τη λυπάσαι; Τι την τάιζες;
    - Πάντα τα καλύτερα και μάλιστα φθηνότερα.
    - Αν βάλω χεράκι στο καθάρισμα παίζω στα προσεχώς;
    - Στα πόσα αλλάζεις φλάντζα;

  2. «… Θα μου πεις η Nikon δεν έχεις autofocus, αλλά η φωτογραφία δρόμου γίνεται κατά κανόνα μέρα, σε άπλετο φως. Σε αυτά τα εστιακά μήκη και γύρω στο f8 με f11, το βάθος πεδίου είναι γιγαντιαίο, πόσο δύσκολο είναι να το πετύχεις; Ότι πρέπει για τον... φτωχό, ερασιτέχνη, δρομιάρη καλλιτέχνη….»
    (αγορασμένο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες από κατσαβιδάκιες, με ένα και μόνο κοινό στοιχείο: το βίδωμα με το κατσαβίδι τους.

Α. Οι μαστροχαλαστές κατσαβιδάκιες

Ο μαστροχαλαστής κατσαβιδάκιας αγαπάει να πειράζει κάθε είδους εξοπλισμό, ξεκοιλιάζοντάς τον και παίζοντας με τα σωθικά του. Συνήθως δεν έχει σχετικές σπουδές ή θεωρητικό υπόβαθρο και προσεγγίζει κάθε «τεχνική βελτιώση» εμπυροτεχνικά.

Υπάρχουν μύριες υποκουλτούρες: μηχανόβιοι auto-moto κατσαβιδάκιες, *σχιζο-hardwareάδες *κατσαβιδάκιες με αλυσοπρίονα, ***ΑV** *κατσαβιδάκιες που μπορούν να κάνουν παπάδες με το στερεοφωνικό σου σύστημα.

Όλες οι υποκατηγορίες περιλαμβάνουν τόσο επαγγελματίες όσο και ερασιτέχνες. Στη τελική, όλα εξαρτώνται από το εάν το χέρι του κατσαβιδάκια πιάνει ή όχι.

Να σημειωθεί ότι η γκόμενα ενός κατσαβιδάκια αποκαλείται κατσαβιδού, και σύμφωνα με μια μελέτη είναι η πιο ισορροπημένη γκόμενα του κόσμου (βλ. παράδειγμα).

Β. Οι παρεκκλίνοντες κατσαβιδάκιες

Πρόκειται για θρασύδειλους εγκληματίες οι οποίοι, οπλισμένοι με ένα κατσαβίδι, ληστεύουν και βιάζουν (κυρίως γριούλες και ανήλικα) κατά συρροή. Σιχαίνομαι και να γράφω για αυτά τα αποβράσματα (βλ. παράδειγμα).

Α. Οι μαστροχαλαστές κατσαβιδάκιες

Είναι γνωστό ότι ο Φίνος είχε ως παρατσούκλι το «κατσαβιδάκιας», επειδή κουβάλαγε πάντα μαζί του αυτό το εργαλείο, σήμα κατατεθέν. Από το 1935 που ξεκίνησε την καριέρα του, ασχολείτο συχνά με την επιδιόρθωση, τις τεχνικές βελτιώσεις, αλλά και τις επινοήσεις σε επίπεδο κινηματογραφικού εξοπλισμού. (Από ιστιοσελίδα)

> ΞΕΡΕΙΣ ΚΑΝΕΙΣ ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ DISABLE TO ABS ΣΤΟ SANTA FE;
> Αν είσαι μανιαμούνιας και κατσαβιδάκιας βρες τη γραμμή που ταίζει το ABS , βάλε ένα διακοπτάκι και κόβε την παροχή όποτε θες εσύ από την καμπίνα του αυτοκινήτου (από forum)

- ΔΕΝ είναι το κατσαβίδι προέκταση του σώματος και του μυαλού του κατσαβιδάκια. Το αντίθετο ακριβώς! Το σώμα του και το μυαλό του, το είναι και το μη είναι του, αποτελούν απλή (και αμελητέα θα έλεγα) προέκταση του κατσαβιδιού του. ΕΧΕΙ μυαλό κατσαβίδι. Ψυχολογία πένσας, συμπεριφορά τανάλιας και λογική μπλακεντέκερ. (από ιστιοσελίδα)

- ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑ και την κατσαβιδού. Την γκόμενα του κατσαβιδάκια. Μου φάνηκε η πιο ισορροπημένη γκόμενα του κόσμου. Χωμένη μες στα γρανάζια, το μόνο που πρέπει να την απασχολεί είναι τι μάρκα λάδι να βάλει στη μηχανή και πώς, με γράσο, να περιποιηθεί τα πιστόνια και τις βαλβίδες της, από δω και από κει. Τι συζητάει ο κατσαβιδάκιας με την κατσαβιδού; Τίποτα! Ο κατσαβιδάκιας μιλάει και η κατσαβιδού τον ακούει με ανοιχτό το στόμα. Τον θαυμάζει απεριόριστα. Η καλύτερή της είναι όταν ξαπλώνουν με το τρόλεϊ ανάσκελα, κάτω απ' το αμάξι και σφίγγουν τα μπουζιά. Μόνο εκεί μπορεί να κάνει έρωτα μαζί του και να 'ρθει σε πολλαπλούς οργασμούς, με τελική 0-100 σε 0,5''. ΔΥΣΚΟΛΑ βρίσκει γκόμενα ο κατσαβιδάκιας. Αλλά άμα τη βρει, μένει μαζί της μια ζωή. (από ιστιοσελίδα)

Β. Οι παρεκκλίνοντες κατσαβιδάκιες

- Άλλες δύο απόπειρες βιασμού διαπιστώθηκε ότι είχε διαπράξει ο «κατσαβιδάκιας» ο 28χρονος που συνελήφθη την περασμένη εβδομάδα για το βιασμό της 35χρονης μητέρας και της 12χρονης κόρης της, σε νεοαναγειρόμενη πολυκατοικία, στην περιοχή Γαλατσίου, στις 8 Νοεμβρίου 2004 (αστυνομικό ρεπορτάζ)

- Συνελήφθη προχθές το πρωί ο γνωστός ληστής ως “κατσαβιδάκιας” που είχε γίνει το φόβητρο των γυναικών στις περιοχές Ζωγράφου, Χολαργού, Καλλιθέας, Νέου Κόσμου, Χαλανδρίου, Αμπελοκήπων και Παγκρατίου μπαίνοντας στα διαμερίσματα που έμεναν μόνες τους και με την απειλή κατσαβιδιού ή μαχαιριού τις λήστευε και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους. (αστυνομικό ρεπορτάζ)

- Παραβίαζε αυτοκίνητα με ειδικό κατσαβίδι. Είχε πολλά χρόνια στην «πιάτσα» και παρά τα 51 του χρόνια συνέχιζε να βγάζει το παντεσπάνι του με τον τρόπο που ήξερε καλύτερα. Στόχος του Ι.Χ. στα νότια προάστια Ούτε ένα, ούτε δύο. Τριαντατρία αυτοκίνητα διέρρηξε ο «κατσαβιδάκιας» σύμφωνα με την αστυνομία. (...) Η μέθοδος του ήταν συγκεκριμένη. Χρησιμοποιούσε ένα αυτοσχέδιο κατσαβίδι σε σχήμα «Τ». Με αυτό κατάφερνε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να παραβιάζει τις πόρτες των αυτοκινήτων, χωρίς μάλιστα να αφήνει εμφανή σημάδια. Στη συνέχεια έπαιρνε από το εσωτερικό τους χρήματα, κινητά τηλέφωνα, προσωπικά είδη και όποιο άλλο αντικείμενο έκρινε ότι είχε αξία. (αστυνομικό ρεπορτάζ)

Απαραίτητο αξεσουάρ! (από Vrastaman, 18/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το άτομο που καταπιάνεται με ένα αντικείμενο (συνήθως όχημα) και άσχετα με τις δυνατότητες του οχήματος το φέρνει μονίμως στα όριά του.

Κοίτα τον καυλομάχο, πάλι σούζα-πάντα το πάει το μηχανάκι! Είναι κι αυτός καλός καυλομάχος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, είναι:

  • Το δοχείο, η φιάλη, το σκεύος που περιέχει λάδι· το λαδερό, το λαδωτήρι (για να λαδώνουμε τους μεντεσέδες), το (βλ. σχ.) λαδικό (για να βάζουμε λάδι στη σαλάτα), το σκεύος όπου αποστραγγίζουμε τα λάδια (λιπαντικά) μιας οποιασδήποτε μηχανής.
  • το σύστημα ψεκασμού λιπαντικού στις μηχανές κάθε είδους, ώστε να μειώνονται οι οποιεσδήποτε φθορές κατά τη λειτουργία της.

    Πιο σλανγκικά σημαίνει:

1. Δίχρονη αρρύθμιστη μηχανή (κι όχι μόνο), που βγάζει ντουμάνια καπνού.

2. Απαξιωτικά, κάθε όχημα ή σκάφος που η μηχανή του καταναλώνει υπερβολική ποσότητα λαδιού – λιπαντικού χωρίς να σημαίνει πάντοτε πως υπολείπεται σε απόδοση των υπολοίπων. Το συνηθέστερο είναι να υπονοείται πως το εργαλείο πάλιωσε (με όσα αυτό συνεπάγεται), με έντονο ψυχολογικό αντίκτυπο στον καβαλάρη. Είναι συχνός χαρακτηρισμός για τα νέας οικολογικότερης τεχνολογίας οχήματα (ειδικά τα μοντιφαρισμένα που πρέπει να τους προστεθεί λαδιέρα).

3. Αυτόν που λαδώνεται, το μιζαδόρο, το λαμόγιο, και όλους τους σχετικούς συγγενείς και εκφέρεται σαν βρισιά (βοηθά και το γένος) αλλά φευ, οι λαδιέρες στερούνται οργάνων ακοής… ιεραρχικώς αναντάμ παπαντάμ.

  1. «…Φυσικά βγάλαμε την τάπα και αφήσαμε τα μεταχειρισμένα λάδια να τρέξουν στην λαδιέρα…»

  2. «…Το τελευταίο χρονικό διάστημα ασχολήθηκα με το θέμα «υγραέριο στο αυτοκίνητο» επειδή σκέπτομαι και εγώ να τοποθετήσω σύστημα υγραερίου στο όχημά μου. Αυτό πού έχω καταλάβει από την μέχρι τώρα ενασχόλησή μου είναι ότι το πρόβλημα με τις βαλβίδες απαντάται πάντα στις βαλβίδες εξαγωγής. Οπότε πρέπει να οφείλεται στην μεγάλη θερμοκρασία των καυσαερίων, λόγω κακής ρύθμισης τού μίγματος υγραερίου-αέρα. Ίσως οι λεγόμενες «λαδιέρες» αμβλύνουν το πρόβλημα, δεν το λύνουν όμως…»

  3. «…Μέχρι και δίχρονο 50ράκι με παππού καβάλα (λαδιέρα, χάρχαλο και χούφταλο)….»

  4. Όντως τα αερόψυκτα πάνε καλύτερα από τα υδρόψυκτα στα ίδια κυβικά. Ρε έχετε παρατηρήσει κάτι; Όλα τα typhoon βγάζουν τρελά ντουμάνια από πίσω! Πολύ λαδιέρα το εργαλείο!

  5. «…Επειδή έχω περάσει από αυτή τη διαδικασία με το αμάξι να είναι στις 66500χλμ σε 5 χρόνια, μετά από επαφή με αντιπροσωπείες και Τ…, καθώς η κατανάλωσή μου είναι 1 λίτρο/3000χλμ, η απάντησή τους ήταν: «Είναι εντός φυσιολογικών ορίων». Εμένα όμως κανείς δε μου είπε ότι το αυτοκίνητό μου μετά από 5 χρόνια θα είναι λαδιέρα!!!...»

  6. «-…στα περισσότερα βιντεάκια είναι ο Τ.. και την λαδιέρα την έχετε ριγμένη.
    -Πάντα αυτό κάνουν βάζουν άλλες φωτογραφίες και δεν τους νοιάζει η λαδιέρα μου… -Οι λαδιέρες κάνουν για σαλάτες κι όχι για βουνά!!!
    -Μακάρι να ήταν όλες οι σαλάτες σαν το τούμπανο εργαλείο μου….»

  7. «…Το κασκόλ με την καπαρντίνα παρ’ τα και στην εκδρομή, βλέπω να μένουμε σε κάνα βουνό με τη λαδιέρα σου…»

  8. «…Δυστυχώς η φύση της μοτοσικλέτας (δίχρονη) και η παλαιότητα της έγιναν αφορμή να μη γίνω δεκτός από παρέες που μαζεύονταν σε forum μοτοσικλετών. Εκφράσεις του τύπου λαδιέρα, γκαζοντενεκές, σαράβαλο, καρούλι έδωσαν και πήραν και φυσικά και εγώ τα μάζεψα και έφυγα. Δυστυχώς δεν έχω τη δυνατότητα να αλλάζω κάθε χρόνο μοτοσικλέτες…(πρόκειται για Yamaha TDR 250 του 1988)»

  9. «-….μάλλον στα γερμανικά αναφέρεται που είναι λαδιέρες
    -λαδιέρες, λαδιέρες το τσαγάκι όμως το κερνάνε απλόχερα (Όταν η φαντασία συνδυάζεται με ένα καλό κονέ στο μηχανολογικό, τότε πραγματικά μπορείς να μεγαλουργήσεις! Μέχρι και πολιτικά μηνύματα μπορείς να περάσεις με τη πινακίδα σου! Ο ιδιοκτήτης του Tesla Roadster μας την “λέει” για τα καλά με την πινακίδα του. Δε συμφωνείς;… (Πινακίδα: LOL OIL)»

  10. «…Δεν έχει ιδέα το παιδί τι σήμαινε ΣΔΟΕ μάλλον!! Το ΣΔΟΕ ανέκαθεν δεν έπαιζε τον ρόλο του ελεγκτικού οργάνου στην πράξη αλλά μόνο στην θεωρία! Ένα απλό νταβατζηλίκι ήταν όπως και τώρα η ΥΠΕΕ που απλά εκβίαζαν για μίζες!! Διαλυμένος οργανισμός ήταν που το εκμεταλλευόταν άλλοτε το Πασόκ και άλλοτε η ΝΔ!! Έχω προσωπικό τρανότατο παράδειγμα με τον γ.. του δ.. του υπουργείου οικονομικών! Μια λαδιέρα και μισή τα άτομα χωρίς ίχνος τσίπας!!...»

(όλα απ' το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκνευρίζομαι σε εκρηκτικό βαθμό, νευριάζω πολύ και απότομα, τα παίρνω στο κρανίο, μου ανάβουν τα λαμπάκια, με πιάνουν τα διαόλια μου. Όλο αυτό συνήθως πυροδοτείται από κάτι εξωφρενικό που συνέβη και μ' αγγίζει, ίσως μια θρασεία συμπεριφορά που στρέφεται εναντίον μου, χωρίς να αποκλείονται όμως τυχαία περιστατικά που δεν έχουν να κάνουν με ανθρώπους.

Βασικό στοιχείο της σημασίας της έκφρασης είναι ότι, για τον άνθρωπο που παίρνει ανάποδες πρόκειται για εξαίρεση στον προσωπικό του κανόνα - δεν μιλάμε δηλαδή για γενικά ευέξαπτο άνθρωπο. Ίσως θυμίζει τον χαρακτηρισμό ανάποδος αλλά και την έκφραση «θα με μάθεις κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη», δεν προέρχεται, ωστόσο, από εκεί αλλά από το λεξιλόγιο των μηχανών εσωτερικής καύσης.

Τα κινητά μέρη μέσα στον κινητήρα (έμβολο κλπ) πρέπει να ακολουθούν πάντα μια προδιαγεγραμμένη και απολύτως συγχρονισμένη πορεία για να καεί το καύσιμο και να αποδώσει έργο. Το έμβολο (ή πιστόνι) κινείται γραμμικά, δηλαδή πάνω-κάτω μέσα στον κύλινδρο, ο διωστήρας (ή μπιέλα) μετατρέπει την κίνηση από ευθύγραμμη σε περιστροφική και την μεταδίδει στον στροφαλοφόρο άξονα. Από κει, πολύ-πολύ απλουστευτικά, μεταδίδεται στις ρόδες (αν μιλάμε για αυτοκίνητο) και τις περιστρέφει.

Η περιστροφική κίνηση της μπιέλας σε μια ορισμένη μηχανή γίνεται πάντα με συγκεκριμένη φορά, δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα. Έλα όμως που σε κάποιες μηχανές υπάρχει η πιθανότητα, η μπιέλα και συνεπώς και ο στροφαλοφόρος και όλο το σύστημα να περιστραφούν αντίθετα απ' ό,τι πρέπει. Τότε λέμε ότι η μηχανή «παίρνει ανάποδες στροφές».

Από την μηχανολογική σκοπιά του πράγματος δυο περαιτέρω στοιχεία μας ενδιαφέρουν για το λήμμα: Πρώτον, ότι η μηχανή παίρνει ανάποδες στροφές εκεί που δεν το περιμένεις, ιδίως στην εκκίνηση και, δεύτερον, ότι η συμπεριφορά της μηχανής γίνεται ιδιαίτερα βίαιη, αφού λειτουργεί εντελώς αντίθετα στις κατασκευαστικές της προδιαγραφές, ακούγονται από μέσα σπαραχτικοί και εφιαλτικοί ήχοι και, αν δεν την σβήσεις, μάλλον θα σου βαρέσει μπιέλα και θα την πάρεις στο χέρι ή στην μασχάλη, που λέει κι ο επαγγελματίας.

Σημειώνω σαν trivia:
1. Μάλλον μόνο οι δίχρονες μηχανές μπορούν να πάρουν ανάποδες στροφές ή κυρίως αυτές.
2. Το φαινόμενο, γενικά, εννοείται ότι δεν είναι συχνό.
3. Μερικές μεγάλες ντιζελομηχανές πλοίων είναι φτιαγμένες να δουλεύουν και ανάποδα, αντί άλλου συστήματος, για την «όπισθεν».

  1. Από εδώ:
    Δεν με νοιάζει αν είστε κάποιοι κονομημένοι, μαγαζάτορες, άεργοι Ή απλά ηλίθιοι και μαζόχες. Άμα ακούω άνθρωπο να λέει καλά κάνουν και κόβουν τους μισθούς και τα δώρα παίρνω ανάποδες. Στις συναναστροφές μου έχω αρχίσει τα μπινελίκια σε όσους αρχίζουν τέτοιες πα... ιές.

  2. Από εδώ:
    θα μπορούσα να αναρωτηθώ «πόσο μαλάκες είμαστε;» Ήρθαν χθες τα τέλη κυκλοφορίας του αμαξιού μου και πήρα ανάποδες. 202 ευρώ από 168 αύξηση 20%. Και εγώ φέτος πήρα αύξηση 3%. Τι σχόλιο να κάνω για να μην αρχίζω να βρίζω τον ανιψιό του θείου, τον bonnet du cheval και τους λοιπούς μαθητευόμενους μάγους;

  3. Από εδώ (διασκευή):
    Και μια τελευταία ερώτηση... μάλλον από τα xp είναι το πρόβλημα. όταν παίζω και πάω να κερδίσω (πέντε με έξι φορές μου το έχει κάνει) μου βγάζει ένα μήνυμα ότι πρέπει να τερματιστεί το Online.exe και ζητούμε συγνώμη (μας υποχρέωσες) κτλ (ο Υ/Η είναι καθαρός ούτε virus ούτε τίποτα). Πως μπορώ να το διορθώσω αυτό το πρόβλημα;... Παίρνω ανάποδες να μου τερματίζεται. Παίζω με το άγχος μην μου τερματιστεί γιατί αν τερματιστεί την ώρα που παίζω, χάνω και το θέμα είναι να χάνω όταν δεν παίζω καλά και όχι επειδή το θέλει ο υπολογιστής με τα errors του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία