Δημοσιογραφικό χαϊδευτικό για τον αντακάβα παρακρατικό.

Αν η Βία είναι η μαμμή της Ιστορίας, τότε η Τυφλή Βία θα μας βγάλει άσχημες ιστορίες. Πάντως, στην Χώρα μας η Δικαιοσύνη διαθέτει εξαιρετικήν όραση.

Στην σύγχρονη εποχή, η πρώτη φορά που αγανάκτησαν κάτι πολίτες, ήταν στο Δουβλίνο το 1916, που έσπευσαν να βοηθήσουν ν' αποκατασταθεί η Τάξη (των Βρετανών). Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό κάτω απ' το αυλάκι. Το '40 π.χ. αγανάκτησαν οι πολίτες για τις θηριωδίες των αμάχων εις βάρος των Γερμανών, το '60 αγανάκτησαν για τις αυθαιρεσίες των ψηφοφόρων εις βάρος των πολιτευτών, το '90 αγανάκτησαν κατά των καταλήψεων των μαθητών εις βάρος του Υπουργού Παιδείας κλπ-κλπ.

Ο χαρακτηρισμός είναι πονηρά δικαιολογητικός και καθόλου τυχαίος αφού κατατείνει: (1) στην απαλλαγή από την τιμώρησή του για τις παραβάσεις των άρθρων 308 (σωματική βλάβη) και 361 (εξύβριση) του Ποινικού Κώδικα, λόγω δεδικαιολογημένης αγανάκτησης, αν παρ' ελπίδα συλληφθεί, και (2) στην απαλλαγή από την τιμώρηση των εντολέων του, λόγω της θολής γενίκευσης «πολίτης», ενώ είναι ενταγμένος σε συγκεκριμένη πολιτική ομάδα (ό,τι λάμπει δεν είναι ξημέρωμα). Καρφώνονται όμως, διότι το σημείο εκκίνησης της αγανάκτησης εκάστου πολίτη, συμπίπτει χρονικά με αυτό των άλλων (κοίτα ρε κάτι συμπτώσεις)!

Χαρακτηριστικά:

  • Διαθέτει χιούμορ, αφού υπεραμύνεται της εθνοτικής (Ελληνικής πάντα) γνησιότητάς του, ενώ π.χ. η κατατομή του φέρει σαφή ουραλο-αλταϊκά χαρακτηριστικά, το επώνυμό του είναι σλάβικο, του ξεφεύγουν αλλοδαπές –βαλκανικές ή φράγκικες– εκφράσεις κλπ (ή και συγκερασμός όλων των παραπάνω).
  • Πάσχει απο τριχόπτωση κι έτσι ξουρίζει συνεχώς το κεφάλι του να περισώσει ό,τι προλάβει (δεν εξηγείται αλλιώς).
  • Το αγαπημένο του χρώμα είναι το πράσινο (της ελπίδας) σε όλες τις παραλλαγές.
  • Αγαπημένη του ταινία «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή Νο4» (Citizens On Patrol, C.O.P. 1987).
  • Κάνει ευφάνταστα τατουάζ (π.χ. η Κύπρος, ο Μαίανδρος, η σημαία μας και 5-6 άλλα).
  • Πληρώνει 10ετή συνδρομή σε εικονογραφημένα επιστημονικά περιοδικά τύπου «Και οι Αρχαίοι είχαν Ψυχή», «Διπλωματία δι' Αρχαρίους», «Κουμουνισμός: Το Έσχατο Στάδιο της Επιχειρηματολογίας», «Έρωτες Αρχαίων Ελλήνων», «Ξαναδιαβάζοντας τον Γρηγόρη Μιχαλόπουλο», «Τρίτο Πόδι», «Φυλάξου από τη Γνώση», «Αλτ ή Πυροβολώ», «Θητεία: Τα Μυστικά της Χρήσιμης και Εποικοδομητικής Σκοπιάς», «Το Ξέφραγο Αμπέλι» κ.ά., ενώ θεωρεί τον Λιακόπουλο γραφικό και ατεκμηρίωτο.
  • Εφημερίδα διαβάζει μόνον αθλητική.
  • Μαθαίνει «αυτοάμυνα» για ν' αποκτήσει εσωτερική γαλήνη και σφίγγεται στα γυμναστήρια για να είναι πάντα έτοιμος για τις ανάγκες της Πατρίδας.
  • Κουβαλάει μαζί του όπλα «για ασφάλεια», γιατί «τόσα γίνονται κάθε μέρα».
  • Σαν παιδί, οδηγούσε τρίκυκλο ποδήλατο.
  • Ονειρεύεται να φορέσει στολή (όποια να' ναι) και να μην χρειάζεται άλλο να κρύβεται.
  • Τον παππού του τον έφαγαν αυτά τα σκυλιά οι αριστεροί (πέθανε απο καρδιά το 1974 που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ).
  • Δεν δουλεύει, γιατί του πήρε τη θέση κάποιος αλλοδαπός.
  • Δεν έχει γκόμενα, γιατί είναι όλες πουτάνες.
  • Η μάνα του τον βλέπει και κουνάει το κεφάλι της (δώστου φώτιση Παναΐτσα μου).
  • Ενδημεί σε πορείες, συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, γήπεδα, καταλήψεις, μπάχαλα, δημιουργώντας τουρλουμπούκια εκεί που δεν υπάρχουν ή κάνοντας αντιμπάχαλα εκεί που έχει.
  • Η αγανάκτησή του, εκδηλώνεται συνήθως στην κορύφωση κάποιας λαϊκής διαμαρτυρίας.
  • Δρα μαζί με την ομάδα του και ποτέ μόνος (συλλογική αγανάκτηση).
  • Απευθύνεται στους αστυνομικούς με το μικρό τους κι αυτοί τον καλούν καμιά φορά από συμπ(ό)νοια, να φάει μαζί τους απ' την καραβάνα του συσσιτίου. Έτσι, να αισθανθεί κι αυτό σαν μέλος της Οικογένειας, το καψερό...
  • Παραλείπει σκόπιμα να καταχωρηθεί στον τηλεφωνικό κατάλογο (στο «Α» ή έστω στο «Π») ή ν' αφήσει μια κάρτα του και έτσι δεν μπορεί να τονε βρεί με τίποτα η Αστυνομία **Π**όλεων, όσο και να προσπαθήσει (κοίτα ο διάολος)! Μερικοί μύθοι λένε μάλιστα, ότι μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα, γι' αυτό και γίνεται άφαντος μετά τα επεισόδια. Το Αρχηγείο της Αστυνομίας έχει βέβαια ζητήσει να εγκριθεί πίστωση για ν' αγοράσουν απόχες, αλλά τώρα με την Κρίση μην περιμένουμε και πολλά πράγματα...
  • Έχει συνήθως κοινότατα χαρακτηριστικά (μετρίου αναστήματος προς το κοντό του αλλά τον λες και τηλεγραφόξυλο, χοντρόλιγνος κλπ) αλλά δυσκολοπρόφερτο όνομα (π.χ. Αλεξικρόταλος Σαρρηβαλασουλάκης, Γεώφιλος Κουκλουτζαλίδης, Θεοδόλιχος Φαγιουμτζής, Θρασύδουλος Παπαγεωργοκωνσταντινογιαννόπουλος, Σπανοβαγγελοδημήτρης κ.α.), γιατί οι άνδρες των ΜΑΤ, καίτοι χαριεντίζονται μαζί του με τις ώρες έξω απ' τις κλούβες μέχρι ν' αρχίσει η πορεία, δυσκολεύονται και δεν θυμούνται να καταθέσουν μετά, ούτε πώς μοιάζει ούτε τ' όνομά του.
  • Η Αστυνομία διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες ότι του κάνει πλάτες. Απλώς, όταν στέκει αστυνομικός μεταξύ διαδηλωτή και αγανακτισμένου, του γυρίζει την πλάτη (από περιφρόνηση). Καμιά φορά όμως, γίνεται τσακωτός από μανιάουρους, οι οποίοι του ανοίγουν το κεφάλι, προκειμένου να εξετάσουν το περιεχόμενό του (από καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον).
  • Θεωρεί εαυτόν «ήρωα της γειτονιάς», πλακώνοντας νόμιμους μεροκαματιάρηδες (σε σταθερή διεύθυνση διαμένοντες) και καχεκτικούς μετανάστες, αποφεύγοντας επιμελώς ωστόσο, να ζητήσει άδεια παραμονής από τίποτα θηρία από Ρουμανία-Ρωσία-Ουκρανία κλπ.
  • Καμιά φορά παίρνει το Νόμο (;) στα χέρια του σκοτώνοντας διάφορους μελαμψούς Λίμπερτυ Βάλανς, παραμένοντας διά παντός άγνωστος και οι δημοσιογράφοι διερωτώνται με ενδιαφέρον ποιος να ήταν (για κάνα μισάωρο και εκτός prime zone).
  • Δεν τον πειράζει που ο κόσμος δεν (ανα)γνωρίζει τους αγώνες του. Κάποτε όλοι θα καταλάβουν.
  • Οι ΚουσΚουσάρηδες λένε ότι καλύπτεται από μπάτσους, βουλευτές, δημοσιογράφους και δικαστές, αλλά ποιος τους γαμεί; Όλο τέτοια λένε αυτοί (μας έχουν κουράσει).

Να μην συγχέεται με τον αγανακτίστα, που είναι φλώρος...

[...]
Προσαγωγές υπόπτων είχαμε χθές το βράδυ μετά τα επεισόδια στην οδό Πανεπιστημίου, στο κέντρο της Αθήνας.
Οι διαδηλωτές εκτόξευσαν απειλές κατά της Κυβέρνησης και η Αστυνομία έκανε χρήση χημικών.
Οι «γνωστοί-άγνωστοι» έβαλαν φωτιά σε κάδους, ενώ Αγανακτισμένοι Πολίτες τους κυνήγησαν και επακολούθησε συμπλοκή.
Στον Εισαγγελέα οδηγήθηκαν τρία 16χρονα άτομα με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, διακεκριμένης φθοράς, εμπρησμού, εσχάτης προδοσίας, μη καταβολής εργοδοτικών εισφορών, κιβδηλείας, παράβασης καθήκοντος, μονομαχίας, άρνησης αποδοχής νομισμάτων, διγαμίας, πρόκλησης ναυαγίου, απατηλής επίτευξης συνουσίας, παραβίασης οικοδομικών διατάξεων, δολίας χρεοκοπίας, μαστροπίας, αντίστασης, απείθειας, θρασύτητας κατά της Αρχής και άλλα αδικήματα. Με σύμφωνη γνώμη Εισαγγελέα και Ανακριτή, κρίθηκαν προπηλακιστέοι.
Κατ' ενός 45χρονου ατόμου, φερομένου υπαρχηγού της οργάνωσης Χ, επεβλήθη η ποινή της επίπληξης και αφέθηκε ελεύθερος.

Άλλα νέα απο την εσωτερική επικαιρότητα:

Με τον δικό τους τρόπο γιόρτασαν και φέτος, τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Λέσχη Φίλων της Ταράτσας», που έκοψαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους πάνω σε άρμα μάχης, όπως κάθε χρόνο στις 4 Αυγούστου, ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας της Φαλαγγίτισσας [...]

Δες και ΑΓΑ.ΠΟ..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει επί λέξει: «Αμφισβητώ τόσο το ύφος, όσο και το περιεχόμενο των λεχθέντων, πλην αντιλαμβάνομαι το δυσμενές των περιστάσεων και επιφυλάσσομαι πάσης αντιδράσεως. Ενδεχομένως, δε, να αναζητήσω την λύτρωση στον Βουδισμό».

Μεγαλοφώνως!

— Ο στρατός, Καραμάνο, έχει σκοπό να χαλυβδώσει τόσο το σώμα, όσο και το πνεύμα του ανδρός. Γι' αυτό και δεν προβλέπεται άδεια! Κατάλαβες παιδί μου;
Μαστακιιειικιτά!

Σύγκρινε με γιαβόλ μάιν κομαντάντ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια έκφραση βγαλμένη από τη στρατιωτική ζωή.
Συνηθίζεται από παλιούς φαντάρους που μετρούν λίγες μέρες για να απολυθούν.
Εφαρμογή: Ο παλιός, κυκλοφορώντας στο στρατόπεδο, χύμα σε κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης, και βλέποντας νέους γυαλισμένους, κομβιωμένους, ξυρισμένους, πετάει τη συγκεκριμένη ατάκα.
Συνέπειες: O παλιός καβλώνει στο άκουσμά της, ενώ παράλληλα η εκφορά της αφήνει έκθαμβους τους νέους, που λες και αντικρίζουν ποιος ξέρει τι; Η ατάκα αυτή ψαρώνει και λυπεί τους νέους αφού εκείνοι έχουν κάτι καντάρια μέρες για να απολυθούν.
Έτσι ο παλιός συνειδητοποιεί καλύτερα ότι σε λίγο τερματίζει τη στρατιωτική ζωή.
Διαχρονικότητα: Η ατάκα είχε μεγαλύτερο νόημα παλιότερα, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά επειδή όλα στο μυαλό παίζονται ακόμα και τώρα, η διάρκεια της θητείας, σε αρκετούς φαντάζει αιώνας. Οπότε η ατάκα έχει διαχρονική αξία.

O πάλιουρας που μετρά δέκα μέρες για να απολυθεί, περπατά αργά αργά στο στρατόπεδο σε κατάσταση διάλυσης. Δεν φοράει τζόκεϊ, έχει ξεκούμπωτο χιτώνιο, το οποίο είναι πενταβρώμικο, φοράει σαγιονάρες και έχει μια έντονη δόση βαρεμάρας σε όλες τις αντιδράσεις του. Στο διάβα του συναντά ένα κοπάδι νέους που η αμφίεση τους είναι απολύτως σύμφωνη με τις προδιαγραφές. Ο παλιός βλέπει τον πιο ψαρωμένο και του πετάει, έχοντας ειρωνεία στο βλέμμα: «Περπατώ και διαλύομαι. Λες να απολύομαι;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για τον υποτιθέμενο χαιρετισμό μεταξύ αλεπούδων, κουναβιώνε και λοιπών γουνοφόρων ζουδίων πριν ξεμυτίσουν από την φωλιά τους: αν μας τσακώσουν αδέλφια το χάσαμε το τομάρι μας, ραντεβού στα γουναράδικα!

Αγαπημένη έκφραση του Άρη Βελουχιώτη, την ξεστόμιζε πριν εκδράμει σε παράτολμη αποστολή με το κονσερβοκούτι ανά χείρας. Ο Άρης τελικά κατέληξε στα γουναράδικα, δοσμένος στεγνά από τα συντρόφια του.

- Οι σκατομπατσοι τολμησαν να βγαλουν και ανακοινωση με την οποία μας ενημερωνουν πως θα εξεταστεί το … ενδεχομενο να ευθύνονται αστυνομικοί για τον τραυματισμό του ανθρωπου! Όχι ρε συγχρονοι ταγματασφαλιτες! Αφηστε το… Μη το ψαξετε καθολου. Μονος του πήγε και έπεσε πάνω στο αναποδο γκλοπ του μπατσου ή στη φυσουνιερα του. Αφηστε το… Γνωστο μαγειρεμα. Αλλα να εχετε στο νου σας πως και οι μολοτοφ χανουν το δρομο τους. Ραντεβού στα γουναράδικα που θα σας πάρουμε τα δικά σας τομάρια. (εδώ)

- Στην αρχή μας απειλούσαν με κρεμάλες, στη συνέχεια είπαν να πάρουν τα κονσερβοκούτια και ακούγοντας τον ύμνο του ΔΣΕ ψάχνουν τον τέταρτο γύρο. Είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπεις πόσο μικροπολιτικά και ελαφρά στήνετε, κυρίως διαδικτυακά ένα εμφυλιακό σκηνικό. Με πόση ευκολία όλοι αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες κάνουν λόγο «για ραντεβού στα γουναράδικα» και για την εκδίκηση του Μελιγαλά. (εκεί)

- Σήμερα, στην περίοδο της τριπλής κατοχής (Ecofin, ΕΚΤ, ΔΝΤ), κάποιοι σίγουρα θα αντισταθούμε (δίνοντας ραντεβού στα γουναράδικα). Παράλληλα, θα εμφανιστούν οι αντίστοιχοι «δoσίλογοι» (συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.). Η ελπίδα μας είναι πως σε αυτή την Αντίσταση, δεν θα χάσουμε πάλι, ούτε οι «προσκυνημένοι» θα επικρατήσουν ξανά.
(παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ναυτικό): Απειλή – κυρίως παλιού προς νέο – ότι, αν δεν συμμορφωθεί προς τας σεπτάς οδηγίας του, θα τιμωρηθεί διά του ξηλώματος της τσέπης του πουκαμίσου ή του παντελονιού του. Λέγεται και ως: «Θέλω τσέπη», «Νέος! Σου περισσεύουν τσέπες;», «θα σε ξηλώσω!», «Ξηλώσου μόνος σου και στείλε μου τις τσέπες» (να μην κουράζομαι) κ.α.

Επίσης οι κακοραμμένοι γιακάδες των ναυτικών πουκαμίσων αγγαρείας, δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους συλλέκτες, αφού ο παλαίουρας συνήθως θα κρατήσει την τσέπη ή το γιακά ως σουβενίρ!

Βέβαια, η απειλή αυτή έχει περιεχόμενο, μόνον όταν ο παλιός είναι μεγαλύτερος ή χειροδύναμος, αλλιώς η ιστορία μπορεί να καταλήξει σε φιάσκο εις βάρος του... Ένας ναύτης μια φορά στο ΚΕ/Παλάσκας, ήταν τόσο άγριος (αν και νέωψ) που είχε μαζέψει τόσους γιακάδες, που τους έδεσε κόμπο τον έναν με τον άλλον κι έκανε σχοινί που ακουμπούσε το χώμα απ' το παράθυρο στο δεύτερο όροφο του κτηρίου Διοικήσεως (το έχω δει με τα μάτια μου!).

Άλλο αντικείμενο συλλογής είναι τα κουμπιά του ναυτικού επενδύτη ή του πουκαμίσου, τα οποία ο αφαιρών αρχίζει να τα στρίβει δήθεν αθώα ως διακόπτες παλιού ραδιοφώνου «για να δούμε αν πιάνει» κι έπειτα τα τραβάει απότομα.

Εννοείται ότι τέτοιες πρακτικές, κάθε άλλο παρά συναδελφικές είναι μεταξύ ναυτών και εγκυμονούν μπερντάχι: Κάποιος γνωστός μου από την Αυστραλία, νέος ναύτης, διαπληκτίσθηκε (λέει) σε πλοίο με κάποιον παλαιότερο, που φορούσε στολάρα αποχωρών για άλλη υπηρεσία και που επέμενε να του πάρει τσέπη (διότι δεν του είχε δοθεί μέχρι τότε η δυνατότητα, αφού ο νέος τον είχε χεσμένο). Ο παλιός πήρε σβάρνα τον Πειραιά, να ψάχνει μπελαμάνα στο νούμερό του...

Βέβαια, υπάρχει και η οικειοθελής παράδοση τσέπης σε μπάνικο παλιότερο ή κληρούχα τιμής ένεκεν: Αδειάζεις την τσέπη σου, την ξηλώνεις όμορφα - όμορφα (να μη σκιστεί το πουκάμισο), γράφεις στην πίσω όψη τ' όνομα και το Α.Γ.Μ. σου με αφιέρωση και τη δίνεις στον αποχωρούντα ή όταν εσύ την κάνεις γι' αλλού. Η πρακτική αυτή όμως έχει ένα μειονέκτημα: Στερείται ο άλλος τη γλύκα της αρπαγής, οπότε σε προλαβαίνει και τη βουτάει μόνος του, κατά το «τα φιλιά μου θα στα 'δινα - μα ήθελες να τα κλέψεις» (Γαλάνη).

Επιπροσθέτως, υφίσταται και το οικειοθελές και ολοσχερές ξήλωμα / εκτραχηλισμός των απολυομένων, μόνον από κληρούχες τους: Ο απολυόμενος ανοίγει χέρια-πόδια όρθιος ή ξαπλωτός και οι άλλοι με χαρά κα-τα-ξε-σκί-ζουν τη (μισητή) στολή αγγαρείας του φίλου τους, που ωρύεται «απολύομαι και διαλύομαι»!

Υπ’ όψιν, αν σε κάνουν τσακωτό τα πιλάφια, ακομβίωτο, με σκισμένο γιακά, ξηλωμένη τσέπη ή μπλάνκο στο γείσο του τζόκεϊ (με τους μήνες σου), γενικώς την έχεις γαμήσει, εκτός αν:

1) Είσαι στο μήνα σου (εικοστός = σεβαστός / εικοστός πρώτος = ιερός).
2) Προέρχεσαι από πλοίο (οπότε συμπάσχουν και κάνουν τα στραβά μάτια).

Η συνήθεια, προφανώς προέρχεται από το ατιμωτικό ξήλωμα των διακριτικών, σε περίπτωση αιχμαλωσίας ή καταδίκης σε καθαίρεση, που σημαίνει: «Δεν είσαι πλέον στρατιωτικός!». Έτσι, έκαναν στο στρατηγό Χατζηανέστη το '22 (μετά τη δίκη των εξ) πριν τον περάσουν από μουσκέτο, καθώς και στον ρίψασπη Ιάπωνα στρατηγό του πρώτου παγκοσμίου Παράτα – τα - χαρακώματα...

- Μπά-μπά; Εδώ μου μαζευτήκατε όλοι οι ανοιχτομάτηδες;
- Γιατί σε χάλασε;
- Άμα σου πάρω την τσέπη, θα σου πώ εγώ, στραβόγιαννο!
- Εγώ λέω να πάρεις τ' αρχίδια μου να τα κάνεις καπνοσακκούλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Προκαλώ σε καβγά. Πληρέστερα «την ανοίγω (σε κάποιον) σε τσαμπουκά».

Προσφιλής αργκοτική έκφραση των Πατρινών, που αναφέρεται στο εξ ίσου προσφιλές τοπικώς εξασκούμενο σπορ της κλωτσοπατινάδας.

Το έργο έχει ως εξής:

  1. Κάποιος κάνει κάτι (π.χ. οδηγεί, πίνει το ποτό του κλπ) ή δεν κάνει τίποτα –απλά υπάρχει μέσα σ’ ένα χώρο ή έξω στο δρόμο. Δεν ενοχλεί κατ’ ανάγκην.
  2. Ένας ή περισσότεροι Πατρινοί δε γουστάρουν (για δικούς τους λόγους).
  3. Οι Πατρινοί αποφασίζουν να του την πέσουν.
  4. Βρίσκουν μιαν εξευτελιστικά ευθηνή πρόφαση, για ν’ αρχίσει το πατιρντί (=«του την ανοίγουν»), συνήθως πετάνε ένα έμμεσο «σφόλι» όπως στη φυλακή (π.χ. όσοι φοράνε κασκόλ γαμιέται η μάνα τους, όλο μαλάκες κυκλοφορούνε εδώ μέσα, κοίτα κάτι πουστάκια ρε κλπ) ή και ευθέως (π.χ. Τί κοιτά ρε μαλάκα; Ψψψτ! Ε, εσύ! Ψάχνεις τίποτα; Έχουμε τίποτα ρε; / τί έχουμε; κλπ) ή φθάνουν μέχρι και του σημείου να προκαλέσουν οι ίδιοι αναίτια το θύμα (Σ.Σ. όχι απαραίτητα αφού μπορεί ν’ αποδειχθεί και αρκουδόμαγκας) σαν agent provocateur π.χ. με την δήθεν αθώα ερώτηση «Φίλε, έχεις ώρα;», όπου ο άλλος απαντά ανυποψίαστος και το επόμενο βήμα είναι «Σε ρώτησα ρε αρχίδα
  5. Η συνέχεια είναι προδιαγεγραμμένη: Βρωμόξυλο μέχρι τελικής πτώσεως είτε ένας με έναν, είτε πολλοί με έναν (όπως στην Κρήτη).

Η πρόκληση μπορεί και να γίνει με εντελώς έμμεσο τρόπο, μέσω τρίτου π.χ. Εκεί που παίζεις αμέριμνα μπάσκετ, κάποιο βαλτό δεκάχρονο μαλακιστήρι έρχεται και σου χαλάει το παιχνίδι υπό τα διακριτικά όμματα του agent provocateur (λ.χ. σου διώχνει τη μπάλα, εμποδίζει μπαίνοντας στη μέση κλπ), οπότε αφού το διώξεις επανειλημμένως και σου κάνει το κουφό, για να μην του ρίξεις καμιά σφολιάτα «σκαλώνεις» τη μπάλα του μ’ ένα σουτ στο διάολο. Τότε είναι που παρεμβαίνει ο ατζέντης μας λέγοντας το στερεότυπο (πια) «Εσύ ρε πείραξες τον αδερφό μου;», ενώ μετά βεβαιότητας δεν έχει ξαναματαδεί μπροστά του το μειράκιο. Όμοια κάνουν οι Ναπολιτάνοι αλλά κι οι γυφταίοι, όταν θέλουν να προκαλέσουν μέσω κάποιου πιτσιρικά (και καταφθάνουν στο πι-και-φι δέκα ντάτσουν με νταβραντισμένους ρομά). Ακολουθεί η υπό 5 περίπτωση...

Παρόμοιες προκλήσεις ήταν (είναι;) το κακόβουλο «ρίξιμο ψιλών» (μερικώς ταυτίζεται με τη σημερινή εσκεμμένη ρίψη ακύρου) με «λυμένο το ζωνάρι» π.χ. Στέκεται κάποιος δίπλα και λέει ένας από την παρέα «Φίλε, να σου πω λίγο;», γυρίζει ο τύπος προκειμένου ν’ ακούσει και ο λέγων γυρίζει την πλάτη του και καμώνεται ότι μιλούσε στην παρέα του, λέγοντας δυνατά το χαρακτηριστικό «ψιλλλλλλή ήτανε» και χαζογελάνε με το κορόιδο. Αν στραβώσει ο τύπος, πάμε πάλι παράγραφο 5...

Βέβαια αυτό μπορεί και να καταλήξει σε φιάσκο, π.χ. μια φορά ένας φώναξε «Ταξί-ταξί!», κάποιος ταρίφας σταμάτησε, η παρέα τραγούδησε γελώντας «τα ξημερώματα» χα-χα κλπ, ο ταρίφας κατέβηκε εν ριπή και χόρτασε τον μηναριτζίκο μπουκέτο πριν προλάβουν καν οι άλλοι να κουνηθούν. Μάλιστα είπε φεύγοντας «Σφαλιάρα ήτανε»!

Ενώ εν Πάτραις υφίσταται μεγάλη γκάμα βαρύτατου και χυδαιότατου υβρεολογίου, το οποίον ανεβαίνει κρεσέντο σε μια διένεξη και θα περίμενε κανείς να εκτονώνεται η ιστορία στα λόγια (η λεκτική βία έστω δείγμα πολιτισμού ενώπιον της φυσικής), παρ’ όλα αυτά το στειλιάρι πίπτει ανηλεώς και κανείς δεν χαρίζεται σε κανέναν («δεν έχει μάνα σου-πατέρα σου», όπως λένε οι Πατρινοί).

Αντίστοιχη απρόκλητη (δηλ. κακώς εννοούμενη) τσαμπουκαλήδικη νοοτροπία στην Ελλάδα, μπορεί να βρει κανείς μόνον στα λαϊκά περίχωρα του Πειραιά, αν και τα Πειραιωτάκια ξέρουν που να σταματήσουν και σέβονται κάποια θεμελιώδη πράγματα (π.χ. ηλικία, ιδιότητα, διαφορά εντοπιότητας, περιστάσεις, αναγνώριση σφάλματος κλπ), ίσως διότι ο Πειραιάς είναι λιμάνι με ανατολικό προσανατολισμό. Οι Πατρινοί δεν χαμπαριάζουν από τέτοια.

Η βία και η επιθετικότητα (έστω και λεκτική), απαντάται ευρέως στα πληρώματα των Σωμάτων Ασφαλείας και ιδίως στο Πολεμικό Ναυτικό και στην Αστυνομία (π.χ. ξερά: Τί είσαι συ ρε; / Άδεια και δίπλωμα κλπ), όπου οι Αρβανίτες δεν σπανίζουν (όπως άλλωστε και στην Αχαΐα και στον Πειραιά)...

Όμως, η αδιακρισία της μπατσίστικης νοοτροπίας (σε κόβω με το μάτι - «σου παίρνω τον αέρα» - σ’ τη λέω - σ’ εκφοβίζω) δεν ταυτίζεται με το παλαιϊκό «χωροφυλακίστικο» ανθυποστύλ του Τσαρουχόπροκα (προτεταμένο κεφάλι με κυρτό λαιμό και πλάτες σαν γύπας σε εφόρμηση, περπάτημα μ’ ανοιχτά τα πόδια, καμαρωτός σαν φουσκωμένος διάνος, ελέγχοντας πονηρο-αυστηρά το χώρο με τα χέρια πίσω με όπτιοναλ κομπολόι ή κλειδιά αυτοκινήτου -μόνο στην επαρχία επιβιώνει πλέον), πλην όμως δεν είναι σήμερα ορατή η διαφορά δια γυμνού οφθαλμού προϊούσης της συγχώνευσης Αστυνομίας Πόλεων (μόνο σε Αθήνα-Πειραιά-Πάτρα-Κέρκυρα, ενώ στη Θεσσαλονίκη δεν ιδρύθηκε γιατί τσίνησε η Χωροφυλακή μη και της πάρουν τα πρωτεία) και Ελληνικής (τέως Βασιλικής) Χωροφυλακής το 1984.

Όπως διακρίνει κι ο Τζιμάκος: «Παλιά δεν ήξερες τί έχεις πίσω σου μην είναι μπάτσος - μην είναι χωροφυλακή; Σήμερα δεν είναι ο δεξιός ο τσαλακωμένος ο χωροφύλακας που ντρεπόσουνα, τώρα είναι αριστερός, έχει το τσεκλενάκι του, έχει ωραίους τρόπους, γράφει ΕΛ.ΑΣ πάνω στο πηλήκιο-που έχει μιαν άλλη συγκίνηση κλπ...»

Το Ζαβλάνι, τα Προσφυγικά, τα Ζαρουχλέικα, η Ανθούπολη, η Αγιασοφία, η Αγιαβαρβάρα, του Βούδ(η), παλιότερα ο Άγιος Διονύσιος, τα Ταμπάχανα και ολόκληρη η Κάτω Αχαγιά, είναι σημειωμένες με κόκκινο περιοχές των ευρύτερων Πατρών ως προς την προέλευση των επιδόξων νταήδων. Μάλιστα «περί τιμή» του αδερφού, λέγονταν μέχρι πριν καμιά 20αριά χρόνια για τις κοπέλες από Ζαρουχλέικο: «Την κοίταξες = την πήρες»...

Καίτοι τέτοιου είδους καφριλίκια συμβαίνουν μεταξύ εφήβων κατά το πλέον ή ήττον παντού στα σχολεία της Ελλάδας (π.χ. κλασσικές σχολικές διαμάχες στην Αγία Παρασκευή Αττικής, στη Γκράβα κλπ)μ αλλά και όλων των πόλεων του κόσμου, ειδικά οι Πατρινοί δείχνουν μιαν ιδιάζουσα κωλοπαιδεία που αποκρυσταλλώνεται στην επιθετική ετοιμότητα ανεξαρτήτως ηλικίας, ίσως διότι δεν ξεπέρασαν ποτέ την εφηβεία (με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό)...

Η σκληρότατη γνωστή φάρσα (με την οποίαν ωστόσο όλοι γελάσαμε), είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα των ανωτέρω περιγραφομένων. Τέλος!

Περισσότερα για την σχετική ιδιωματική χρήση του θηλυκού «την», καθώς και των «για» / «σε» / «ότι» κλπ, βλ. λήμμα την έχω.

Σ.Σ. Δυστυχώς για την μερίδα των πολιτισμένων κατοίκων Πατρών, όλα τα παραπάνω παραδείγματα είναι πέρα για πέρα αληθινά.

(Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων):

- Ψψψτ! Τι μάρκα μαλάκας είσαι συ ρε;
- Είπες τίποτα;
- Ναι ρε, σ’ εσένα το λέω!
- Ότι μου την ανοίγεις κι έτσι;
- Βλέπεις καναν άλλο μαλάκα εδώ γύρω;

(Άρθρο 5)...

(από HODJAS, 18/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ναυτικό): Έκφραση που απαντά στην ερώτηση «πώς σε παίζει [η τάδε Υπηρεσία];», προκειμένου ο ερωτών να σχηματίσει άποψη για το ποιόν της θητείας σου και δηλώνει την συχνότητα / αναλογία βαρδιών (δηλ. «ένδον» / μέσα στο στρατόπεδο) ανά έξοδο (δηλ. πούλος), η οποία μετριέται σε νούμερα που αντιστοιχούν σε ημέρες της εβδομάδας.

Όσο μεγαλύτερο το δεύτερο νούμερο, τόσο καλύτερη θεωρείται η θητεία κατά τεκμήριο (γιατί μπορεί και να παίζουν άλλα αθέατα ζόρια π.χ. λίγες βάρδιες αλλά στου διαόλου το ξεσταύρι, δυσανάλογα μεγάλη ευθύνη, μαύρη μονάδα, πολλές κλάρες / καμπάνες κλπ-κλπ ή να είναι τσατσοπαγίδα, π.χ. λίγες βάρδιες ,αλλά εσύ κάνεις τις χειρότερες, αφού όπως λέγεται «το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό», κυριλέ Υπηρεσία όπου οι άλλοι δεν είναι απ’ αυτούς που ξέρουν κάποιον αλλά απ’ αυτούς που τους ξέρουν, οπότε θα τα φας όλα μόνος σου, καθημερινή εξόδου μεν, αλλά είτε σ’ αφήνουν να φύγεις στις εφτά το βράδυ ή ως οδηγός του Αρχιπιστολέρο μεν, αλλά τραβιέσαι κάθε μέρα από το σπίτι σου στις 3:00 το πρωί για να παραλάβεις το όχημα στην κοντινότερη Υπηρεσία στις 4:00, για να είσαι στο σπίτι του Ναυαρχούκου στις 5:00 και να φτάσεις Σαλαμύκονο στις 7:00 και πάλι πίσω το ίδιο όταν τελειώσεις, τον συνοδεύεις στις δεξιώσεις ή στα γκομενικά του, σε στέλνει για ψώνια και δωράκια για την κυρία ή/και το αίσθημα, κάθεσαι μέχρι αργά το βράδυ να τελειώσει με τα επιτελεία του κλπ-κλπ, οπότε δώρον άδωρον) η Υπηρεσία που βρίσκεται ο ναύτης, λόγω περισσοτέρων εξόδων.

Έτσι, π.χ. Με παίζει τρεις/μία = τρεις ημέρες μέσα / μία έξω, ενώ, μία/τρεις σημαίνει το αντίστροφο.

Βασικά οι κληρωτοί ναύτες (καθώς και όλοι οι στρατιώτες), παρουσιάζουν μια σταθερή ροπή να θέλουν να είναι όσο το δυνατόν έξω απ’ το στρατόπεδο. Σ’ αυτό ταυτίζονται με τους βαθμοφόρους, με την διαφορά ότι των τελευταίων είναι η δουλειά τους.

Γι’ αυτό, πάντοτε συμπληρώνεται η έκφραση από διευκρίνιση ως προς το (ιερό) Σαββατοκύριακο (Σού-Κού), π.χ. λες δύο/μια και Σου/Κου οφφ (δηλ. ελεύθερος) ή δύο/μια σκέτο, που σημαίνει ότι το Σαββατοκύριακό σου θα τεμαχιστεί αναλόγως στο πώς θα κάτσουν οι μέρες (γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό πότε θα οριστεί η πρώτη σου βάρδια και εννοείται ότι το οπλονομόπαιδο θα εξασφαλίσει στον εαυτό του και στους κολλητούς του τις βάρδιες που έχουν το Σου-Κου οφφ και θα αλλάξει το βαρδιολόγιο, όταν έρθει η σειρά σου). Ο βαθμοφόρος οπλονόμος, θα περιοριστεί να πει «μην τσακώνεστε» ή «βρείτε τα μόνοι σας παιδιά»...

Ειδικότερη ορολογία υφίσταται για την συνηθέστερη αναλογία του ναυτικού (είτε σε υπηρεσία ξηράς είτε όταν το πλοίο είναι «εν όρμω») μία/μία, η οποία διευκρινίζεται ως:
α) Με παίζει μια/μια σκέτη (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα και Σου-Κου όφφ).
β) Με παίζει μια/μια καραβίσια (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα, Σάββατο έξω και Κυριακή πάλι μέσα – και δε σε χάλασε καθόλου.

Η μία/μία είναι μαλακία (και ιδιαίτερα η καραβίσια που σου γαμεί το Σαββατοκύριακο – και την διάθεση), γιατί ουσιαστικά έχεις μισή μέρα ελεύθερη (μετά τις 15:00) για κάθε δύο μέσα, χώρια που πηγαινοέρχεσαι συνέχεια στη μονάδα και ταλαιπωρείσαι (κάνεις ωτοστόπ ή παίρνεις 3-4 μέσα συγκοινωνίας ή πληρώνεις βενζίνες, διόδια, ταξί κλπ).

Έτσι, υπάρχουν και ναύτες που είτε δεν έχουν πού να πάνε (είναι από άλλο μέρος) είτε βαριούνται το πήγαιν-έλα και προτιμούν να μένουν μέσα στην έξοδό τους.


Σημείωση: Το σύστημα βαρδιών / εξόδων-αδειών του Ναυτικού, γίνεται ελάχιστα κατανοητό ή αποδεκτό από όσους υπηρετούν σε άλλα Όπλα, θεωρώντας το «βυσματικό» λόγω των λιγότερα σκληρών συνθηκών (ευγενέστεροι βαθμοφόροι και συστρατιώτες, λιγότερες ασκήσεις και φυλακές, καθόλου σκηνάκια, χαλαρότερη πειθαρχία, καλύτερες συνθήκες και μεταθέσεις, πιο φλου εμφάνιση κλπ) και περισσότερων εξόδων και αδειών (π.χ. στον Στρατό Ξηράς μπορεί να κάνεις και 30-60 μέρες χωρίς καν έξοδο, πόσο μάλλον διανυκτέρευση και «όφφ»).

Βέβαια, αυτό δεν είναι απόλυτο, διότι υφίστανται και υπηρεσίες των άλλων Όπλων βυσματικές (π.χ. υπηρεσίες Υλικού Πολέμου για τραγουδιάρηδες και κλωτσομπάληδες, κουφές ειδικότητες –π.χ. «σιτιστής ωδικών πτηνών» ή «χειριστής φωτοαντιγραφικού» στην Αεροπορία, δουλειές γραφείου κλπ), ενώ και στο Ναυτικό μπορεί να βρεθείς π.χ. σε μεικτή υπηρεσία (και να’ χεις από πάνω σου καναν καραβανά τέθωρα και να στενάξεις) ή σε ΝΑΤΟϊκή βάση (και να κάνεις στην ουσία θητεία αμερικάνων πεζοναυτών υπό τις έμμεσες διαταγές τους) ή σε υπηρεσία που έχει πάρε-δώσε με τα ΟΥΚ (και να κάνεις την καρπαζά προσφάι) ή οδηγός ασθενοφόρου (και να μαζεύεις διαμελισμένα πτώματα από ατυχήματα) κλπ-κλπ. [Όλα αυτά έχουν γίνει].

Κάπου λοιπόν έχουν δίκιο και κάπου έχουν άδικο. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικές και δομικές διαφορές του Ναυτικού και των άλλων Όπλων:

i. Το Ναυτικό έγινε «βυσματικό» μόλις πρόσφατα (πριν καμιά δεκαριά χρόνια), όταν καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικά πλοία και εξισώθηκε ο χρόνος της με τα άλλα Όπλα (παλιότερα ήταν 4-6 μήνες μεγαλύτερη από την ελάχιστη διάρκεια, δηλαδή 21-24 μήνες, κάποτε έφτασε και τους 38 !) και τούτο διότι η ναυσιπλοΐα και τα οπλικά συστήματα έχουν πλέον ηλεκτρονικές λειτουργίες και ο μοντέρνος πόλεμος γίνεται περισσότερο από ειδικευμένους χειριστές (επαγγελματίες με γνώσεις ναυτοσύνης και απαραίτητα Η/Υ) παρά από ναφτόπουλα, που ψευτο-εκπαιδεύονται 2-3 μήνες και που ούτε η δουλειά τους είναι αυτή, ούτε και θέλουν να την κάνουν. Δηλαδή είναι cost ineffective να κρατάς ειδικά ναύτες κληρωτούς, παρά μόνο για αγγαρείες συντήρησης / καθαρισμού κι ο μόνος λόγος που συνεχίζουν να υπάρχουν, είναι ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» για να δοθούν οι δουλειές αυτές έξω (περί ων κατωτέρω).

ii. Μέχρι τότε όμως, η θητεία σε πολεμικό καράβι από πολλές απόψεις ήταν εξ ίσου άσχημη (αν όχι χειρότερη) με τις ειδικές δυνάμεις (συνέχεια γυμνάσια και ασκήσεις, μακριά ταξίδια διάρκειας μέχρι και 6 μηνών το καθένα – πόρτο μια φορά το μήνα και σε άθλια μέρη που δεν τολμούσες καν να βγεις για βόλτα, κακοκαιρίες, ατελείωτες εργασίες, δεδομένου ότι το πλοίο θέλει συνέχεια συντήρηση, συχνά ασθένειες και ατυχήματα, μηχανικοί θόρυβοι παντού, στενάχωρα ενδιαιτήματα – ξεσπούσαν καβγάδες με ακροσωλήνια για το παραμικρό, άθλιο φαγητό, σπάνη πόσιμου νερού, απουσία υγιεινής – κατσαρίδες και αρουραίοι παντού και καθαριότητας – μέσα στη μουτζούρα και στα λάδια, καμπάνες βροχή, πειθαρχία άτεγκτη κλπ-κλπ) και όλα αυτά σε καιρό ειρήνης (και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ακόμα παλιότερες εποχές όπου οι ναύτες έπιναν τα ούρα τους ελλείψει νερού, γαμούσαν ο ένας τον άλλο σε βαρέλια – βλ. ιταλ. αργκό uomo di botte, ναυαγούσαν και καννιβάλιζαν, μπεκρούλιαζαν ολημερίς, μαχαιρώνονταν και τους μαστίγωναν για ψύλλου πήδημα – βλ. αγγλ. έκφραση rum sodomy and the lash, τους κρεμούσαν απ’ τα κατάρτια, τους λείπαν μέλη από ατυχήματα, καβγάδες και ρεσάλτα και ψοφολογούσαν απ’ τις αρρώστιες). Σε καιρό πολέμου το πλοίο είναι το πιο εκτεθειμένο όπλο: βάλλεται από τον καιρό, από ξηρά, από αέρα, από επιφάνεια και από βυθό θάλασσας και δεν έχεις από πουθενά διαφυγή, δηλαδή είναι το σπίτι και ο τάφος του ναύτη (!)

iii. Έτσι, η ειρωνική έκφραση των άλλων Όπλων ότι δήθεν «Η Αεροπορία βομβαρδίζει, ο Στρατός καταλαμβάνει τα εδάφη και το Ναυτικό οργανώνει την επινίκια δεξίωση» [πράγμα που αναφέρει εμμέσως και ο Jack Nicholson ως σκληροτράχηλος πεζοναύτης Colonel Jessup στην ταινία A Few Good Men με απαξίωση προς το νεαρό αξιωματικό του Ναυτικού Tom Cruise «No, I like all you Navy boys. Every time we 've gotta go someplace to fight, you fellas always give us a ride...», προφανώς αναφερόμενος στα αποβατικά ή αρματαγωγά ως «ταξί» που μεταφέρουν αμφίβιες δυνάμεις], είναι εντελώς λάθος. Σ’ έναν πόλεμο (γιατί η θητεία για τέτοιο πράγμα προετοιμάζει), ο καθένας έχει τον ρόλο του (και το ζόρι του), oπότε ας μην παραπονιούνται οι φαντάροι κι οι σμηνίτες. Worse things happen at sea…

iv. Η πειθαρχία (και η εμπιστοσύνη) στον Κυβερνήτη και τον Ύπαρχο ήταν και είναι δεδομένη (βέβαια, για μικροπαραπτώματα, οι καμπάνες πέφτουν αβέρτα από το μαντρόσκυλο, τον οπλονόμο). Δεν χρειάζεται επίδειξη δύναμης κάθε τόσο, γιατί έχουν μια πραγματική δουλειά στα χέρια τους οι άνθρωποι. Οι δε υποβρυχιάδες δεν φορούν καν στολάρες, οχτάρες και ταρατατζούμ, παρά μόνο φόρμα ντόκ. Αν παραιτηθούν ή αποταχθούν, ξέρουν τι να κάνουν. Αυτό δεν συμβαίνει με τους αξιωματικούς των άλλων Όπλων (με εξαίρεση τους μηχανικούς και τους ιπτάμενους πιλότους). Είναι ναυτικοί και είναι οι μόνοι που ξέρουν πού, πώς και γιατί θα σε πάνε όπου σε πάνε και η σωτηρία σου είναι αποκλειστικά στα χέρια τους, δεδομένου ότι ούτε γνώσεις ναυσιπλοΐας έχεις ούτε και έχεις διαφυγή από πουθενά. Η μόνη εξαίρεση είναι όταν οι συνθήκες γίνουν αφόρητες (π.χ. κούραση + παράσιτα + κυρίως χάλια φαγητό = στάση) και γι’ αυτό το λόγο το Βασιλικό Βρεταννικό Ναυτικό έχει ένα μότο ότι «The Royal Navy Sails on its Stomach» (!)

v. Κάθε πολεμικό πλοίο είναι μια Μονάδα, στην οποίαν ο Κυβερνήτης απολαμβάνει μιαν ιδιαίτερα ευρεία αυτονομία (εν πλω). Είναι έξω στην θάλασσα, στ’ ανοιχτά και φιλτράρει τις κεντρικές διαταγές, κατά το δοκούν.

vi. Είναι παραδοσιακά το «δημοκρατικότερο» Όπλο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (βλ. Α/Τ Βέλος κλπ), οι δε σκληρές συνθήκες διαβίωσης στο στενάχωρο πλοίο σφυρηλατούν ιδιαίτερα στενούς δεσμούς (innuendo unintended) μεταξύ του προσωπικού αλλά και καθενός με το πλοίο «του».

vii. Οι μάχιμοι αξιωματικοί κατάγονται συνήθως από αστικές οικογένειες με ναυτική παράδοση και εκπαιδεύονται στην Σχολή τους με ένα ιδιότυπο αριστοκρατικό σύστημα (εγγλέζικης προέλευσης), το οποίο τους απωθεί να ασχοληθούν με το αν ο τάδε ή δείνα ναύτης φοράει σωστά τη μπελαμάνα του ή αν καπνίζει εν ώρα υπηρεσίας. Το θεωρούν μπανάλ, όπως και τους κατώτερους αξιωματικούς (καραβόσκυλα – συνήθως Πειραιώτες ή Μπακαούκες), οπότε δεν σκαλώνουν σε μαλακίες.

viii. Τα πιλάφια κατάγονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από ή διαμένουν στην Αττική, διότι η έδρα του Ναυτικού είναι (κατά 80 % των υπηρεσιών) στην Αττική, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό (από τη μία δεν έχεις τις μαλακίες της Επαρχίας, από την άλλη σχεδόν όλες οι μεταθέσεις είναι σε ακτίνα το πολύ 20 χλμ από το σπίτι τους και γνωρίζονται όλοι – κλίκα, κουτσομπολιά, ξενοπηδήματα ο ένας τη γυναίκα τ’ αλλουνού, διαφθορά, ρεμούλες, συγκαλύψεις κλπ). Η λεγόμενη «Μεγάλη Ναυτική Οικογένεια» έχει και σκατένιες πτυχές (σκατόπτυχη)...

ix. Οι ναύτες κατά συντριπτική πλειοψηφία, κατάγονται / επιλέγονται (;) από την Αθήνα (30 % τοπικά λόγω πληθυσμού και 10 % κοινωνικά λόγω βύσματος) και τον Πειραιά (40 % συνήθως λόγω ειδικοτήτων) και ό,τι περισσεύει (20 %) από τα μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας (π.χ. Πάτρα και Θεσσαλονίκη, που έχουν δικές τους διοικήσεις και διάφορα νησιά π.χ. Κρήτη που έχει ναύσταθμο και βάση, Χίος, Κέρκυρα κ.α.) κι έτσι δεν συναντά κανείς ούτε σοβαρά προβλήματα μεταθέσεων, ούτε σημαντικές πληθυσμιακές αναμοχλεύσεις, ούτε και μεγάλες αποκλίσεις στην συμπεριφορά του προσωπικού.

x. Ο ναύτης δεν είναι στρατιώτης, είναι εργάτης (εξ ου και η στολή αγγαρείας του, που είναι σαν αυτή που φορούν στα συνεργεία). Συνεπώς, πιο πολύ επαφή έχει με στουπιά και μηχανές, παρά με κουμπούρια. Η ίδια η φύση της ναυτικής εργασίας παρουσιάζει σοβαρές διαφορές με την κοινή εργασία στην ξηρά ακόμα και στο ιδιωτικό δίκαιο.

xi. Το καράβι γεννάει δουλειές αφ’ εαυτού ως ζων οργανισμός κι έτσι δεν είναι ανάγκη ντε και σώνει να σε χώσουν να κάνεις κάτι που δεν χρειάζεται, μόνο και μόνο για να πήξεις. Αυτό το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι είναι δουλειά που πρέπει να γίνει (πρώτα-πρώτα μένεις εκεί μέσα και ανησυχείς για την ασφάλειά σου).

Αντιθέτως, στα άλλα Όπλα, η βασική αρχή είναι να βάζουν οι βαθμοφόροι τον στρατιώτη να τρέχει έστω και χωρίς λόγο, προκειμένου να μην χαλαρώνει το ηθικό και η ετοιμότητά του, διαφορετικά καταλήγει σε νοοτροπία χαρακωμάτων του ΒΒ Ι (και τι θέλουμε εμείς εδώ σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και δώστου ψιλοκουβεντούλες και γκρίνιες για το φαγητό και τους αρουραίους και άντε ποίηση και αναπολήσεις και όταν με το καλό τελειώσει η μάχη του Ύπρ, θα παντρευτώ την Γκγουέντολιν στο Τραλή και τι έχουν να χωρίσουνε Τόμμυ και Μπόςς εργάτες κλπ-κλπ), η οποία [για πόλεμο], δεν ενδείκνυται.

Είναι λογικό λοιπόν να διαφέρει τόσο σε νοοτροπία όσο και σε ποιότητα θητείας από τα άλλα Όπλα.

Όμως, πολλά προνόμια ή παραδόσεις του Ναυτικού (π.χ. δικαιολογείται να μην ξυρίζεσαι λόγω έλλειψης νερού ή να αφήνεις μακριά μαλλιά για να σε βουτήξουν από ’κεί αν πέσεις στη θάλασσα ή να είναι σε μαύρο χάλι η στολή σου λόγω συνεχών αγγαρειών σε μηχανήματα, ειδική περίθαλψη «Οίκος Ναύτου» ή «Κατ’ Οίκον Νοσηλεία»«οίκο νοσηλείας» όπως τον λένε, που δεν γράφεται στο αδειολόγιο λόγω συχνών ασθενειών-ατυχημάτων, κούτες με γάλα κονσέρβα εβαπορέ για να μην πάθουν τα κόκαλα από την θάλασσα και την λαμαρίνα, άγραφες άδειες άκοπα «από τον Κυβερνήτη» χωρίς έλεγχο στα φυλάκια, χαλαρά πειθαρχικά μέτρα, βελτιωμένο -πλέον- φαγητό κλπ-κλπ), που προέρχονται (έχοντας κερδηθεί) από την σκληρή θητεία στα πλοία, πλέον έχουν κατοχυρωθεί και στις υπηρεσίες ξηράς, μάλλον αδικαιολόγητα, αρχής γενομένης βέβαια από τα ίδια τα πιλάφια του ντόκου, που βυσματώνονται για να φύγουν απ’ τα πλοία για να κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα γραφεία και μετά επιδιώκουν να λάβουν επιδόματα, αποζημιώσεις και άδειες των πλευσίμων και τσακώνονται ποιος θα πρωτοπάρει τις καλύτερες ημέρες άδειας και τις περισσότερες κούτες γάλα (που δικαιούνται οι πλεύσιμοι και λύσσαξαν να εξισωθούν και οι άστολοι), για να τα πουλήσουν μετά έξω...

Σήμερα, το Ναυτικό είναι μια μετέωρη κατάσταση. Ενώ στην πραγματικότητα ο κύριος ρόλος του είναι στα πολεμικά πλοία, από τη μία δεν χρειάζεται κληρωτούς ναύτες για καράβια, από την άλλη (λέει ότι) δεν έχει λεφτά για ιδιωτικές υπηρεσίες καθαρισμού, συντήρησης, φύλαξης, σίτισης κλπ. Είναι καθαρά θέμα πολιτικού προγραμματισμού. Κάθε τόσο εξαγγέλλεται ότι θα καταργηθεί η θητεία στο Ναυτικό (και στην Αεροπορία), λόγω της ολοένα και περισσότερο τεχνικής φύσης των Όπλων αυτών και κάθε τόσο παίρνει και από μια «τελευταία» ΕΣΣΟ, άλλοτε μεγάλη άλλοτε μικρή.

Αποτέλεσμα: Η «τελευταία» μικρή ΕΣΣΟ ξεκωλιάζεται στις αγγαρείες, διότι δεν στέλνουν καινούρια ενώ (τελικά αποδεικνύεται ότι) χρειάζεται (π.χ. απρόβλεπτες ανάγκες, δεν πέρασαν εξετάσεις ή δεν προσήλθαν ή παραιτήθηκαν αρκετοί επαγγελματίες ή δεν υπάρχουν λεφτά για πρόσληψη άλλων ή η επόμενη προκήρυξη είναι σ’ ένα χρόνο κλπ) και μετά όταν αυτό γίνει αντιληπτό, στέλνουν σωρηδόν 2-3 μεγάλες ΕΣΣΟ (από 1.000 άτομα η καθεμία), να ξεμπουκώσει το σύστημα και μετά δεν φτάνουν τα ενδιαιτήματα (ή και η σίτιση και ο ιματισμός) για όλους, πληρώνει το Κράτος ένα σκασμό λεφτά για την συντήρησή τους (ίσως και παραπάνω απ’ όσα «δεν είχε» για να προσλάβει επαγγελματίες), δεν ξέρει τι να τους κάνει και πού να τους βάλει και δίνει αβέρτα άδειες και εξόδους...

Έτσι, με την κατάργηση της θητείας σε πολεμικά πλοία και την εξίσωση του χρόνου διαρκείας της με τα άλλα Όπλα, ο ναύτης πλέον απολαμβάνει μόνο τα προνόμια και όχι τα ζόρια του ναυτικού, στη σαπίλα του ντόκου (μαζί με χοντροκώληδες κι αργόμισθους πιλάφες) και για ούτε μέρα παραπάνω απ’ όσο τραβιούνται τα φαντάρια στα άλλα Όπλα που έχουν πραγματική χρεία εργατικών χεριών, με καμπάνες, καψόνια, ασκήσεις και μαλακίες (και χωρίς αυτές) και πολλές φορές υπεράριθμος ως προς τις πραγματικές ανάγκες του Ναυτικού (που τον ταΐζει και τον ποτίζει χωρίς να τον χρειάζεται και χωρίς να κάνει και πολλά-πολλά και τον πληρώνει ο μαλάκας ο φορολογούμενος), οπότε παίρνει συχνές και μεγάλες άδειες και εξόδους.

Είναι λογικό λοιπόν, το Ναυτικό να τραβάει τα πιο εξέχοντα μέλη της κοινωνίας...

- Εσένα πού σε στείλανε;
- ΝΑΣΣΚΥ (Ναυτικός Σταθμός Σκύρου) σε φυλάκιο μόνος μου.
- Ε, ρε φίλο πακέτο...
- Εσένα;
- Σαλαμύκονο ΔΚ (Διεύθυνση Καυσίμων)
- Πώς σε παίζει;
- 1/1 καραβίσια, γάματα! Εσένα;
- 15 μέσα/15 όφφ, πώς σου φάνηκε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν οι κιτρινιάρηδες παίζανε με θλιβερά σταγονόμετρα, το Ελληνικό jardin des délices περιελάμβανε πρωτοπόρες μέθοδες όπως την φάλαγκα, το παλάγκο, το γκλομπ στον κώλο, το στρίψιμο αρχιδιώνε και βυζιώνε, το μαστίγωμα με βοϊδόπουτσα, το δέσιμο σε παγοκολόνα με ταυτόχρονη χορήγηση ρετσινόλαδου, το γαμήσι με αμμοχάλικο.

Στο Πάνθεο αυτό, δεσπόζουσα θέση κατείχε η τοποθέτηση αναξιοπαθούντων υποκειμένων, δεμένων χειροπόδαρα, σε τσουβάλια από λινάτσα παρέα με ευέξαπτους κεραμιδόγατους. Η φιλική συμμετοχή του οργάνου περιοριζόταν στον αρχικό κλότσο, για να αρχινίσει το παραμύθι.

Τώρα πια ας όψονται η μεταπολίτευση και το WWF το τσουβάλι με την γάτα εκφέρεται μόνον εν είδει κίνκι χαριτωμενιάς.

- Στο τσουβάλι με την γάτα. Αυτό το μαρτύριο τείνει να εξαφανιστεί. Αιτία: στο τέλος δεν ξέρανε τι να κάνουν με την εξαγριωμένη γάτα. Άκουσα να λένε ότι αυτό το μαρτύριο το χρησιμοποιούσε στην Ελλάδα ο Διοικητής της Μακρονήσου. Ίσως πρόκειται για διαδόσεις Κομουνιστών.
(«εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη», Ηλίας Πετρόπουλος, Εκδόσεις Νεφέλη, 1979, σελ. 81)

- Ζημιάρα, σκανταλιάρα,
Μοστράρεις νούμερα φευγάτα
Σεμνά περπάτα μέσα στην πιάτσα,
Μη σε κλείσω στο τσουβάλι με τη γάτα
(«Το τσουβάλι με τη γάτα», πρώτη εκτέλεση: Τάκης Μπίνης, στίχοι & μουσική: Βαγγέλης Γερμανός)

(από Vrastaman, 16/09/11)(από Vrastaman, 16/09/11)(από Vrastaman, 17/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι, σκέτο-νέτο. Με αυτή τη συντομευμένη και οικονομική μορφή χρησιμοποιείται κατά κανόνα σήμερα η παλιά κλασική έκφραση ράδιο αρβύλα, για την προέλευση της οποίας διατίθεται ο κατατοπιστικότατος ορισμός του Panoulis.

Η καθαρά λεξικογραφική συμβολή του ορισμού μόλις τελείωσε. Παρακάτω διαβάζετε με δική σας ευθύνη.

Αρβύλες δεν κυκλοφορούν μόνο στο στρατό, όπως σωστά υπενθυμίζει ο xalikoutis - και όπως ούτε ο Μπάμπης άλλωστε αγνοεί.

Προς ανάπτυξη του ισχυρισμού αυτού, παραθέτω, αντί δικού μου ορισμού, σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του αντιστασιακού και αυτόχειρα Τάσου Δαρβέρη, Μια Ιστορία της Νύχτας, 1967-1974, βιβλίο που btw περιέχει ουκ ολίγη σλανγκ και μπινελίκια. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφικού τύπου ματιά στα γεγονότα της Επταετίας, ματιά περιοριστική και υποκειμενική, και γι' αυτό ακριβώς τόσο ενδιαφέρουσα.

«Αρβύλα» στον στρατό, στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λεγόταν κάθε καλή -συνήθως- ψεύτικη είδηση. Δεν περνούσε μέρα που να μην κυκλοφορούσαν φήμες για χάρες, αμνηστίες και τα παρόμοια. Η «αρβύλα» ξεκινούσε συνήθως από κάποιον που είχε επισκεπτήριο - δικηγόρου συνήθως - και μετέφερε τα τελευταία πολιτικά κουτσομπολιά στη φυλακή, την άποψη κάποιου πολιτικού ή τη διαβεβαίωση κάποιου παράγοντα του υπουργείου Δικαιοσύνης ότι «κάτι θα γίνει με τους κρατούμενους». Οι «αρβύλες» ήταν πιο επίμονες στις γιορτές και τις διάφορες επετείους της χούντας (21η Απριλίου), οπότε όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις πρες κόμφερανς και τα διαγγέλματα του Παπαδόπουλου από την τηλεόραση. Οι ομιλίες του Παπαδόπουλου και του Γεωργαλά ήταν ίσως τα πιο δημοφιλή τηλεοπτικά θεάματα στον Κορυδαλλό, μετά το ποδόσφαιρο. Άλλωστε, τα χουντικά έντυπα (Ελεύθερος Κόσμος, Νέα Πολιτεία) είχαν στις φυλακές αισθητά μεγαλύτερη κυκλοφορία από το μέσο όρο τους.

Έψαξα ματαίως για παραδείγματα στο γούγλε, το οποίο δυστυχώς πλέον μονοπωλείται από εκατομμύρια αναφορές στην ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή του κ. Αντώνη Κανάκη, πλουτοκράτη υποκριτικώς κοπτόμενου υπέρ των δικαίων του φτωχού λαού και καπήλου αγνής θεσσαλονικοσύνης...

- Λένε θα καταργηθεί η βαθμολογία στο σλανγκ.γκρ...
- Μην ακούς, αρβύλα είναι. Όλο έτσι λένε και τίποτε δε γίνεται.

(από Vrastaman, 26/02/10)Για τον Χότζα ;-) (από Vrastaman, 26/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκοτώνω το θηρίο: (Στρατιωτική αργκό) Καθαρίζω την τουαλέτα (καλλιόπη).

Χρησιμοποιείται και ως παλεύω με το θηρίο (να μην συγχέεται με γνωστό νυκτερινό κατάστημα του Ψειρή) ή κάνω τον Καρνέισον (βγάζω τη Λόλα απ' τη φωτιά)...

Μάλλον η έκφραση ανάγεται στην ιστορία του Καραγκιόζη με το κατηραμένο φίδι.

Συνήθως οι στρατιωτικές τουαλέτες, είναι τούρκικες (χαλές), που βρωμίζουνε και στουμπώνουνε εύκολα, δεδομένου ότι αφενός οι σωλήνες αποχετεύσεως στην Ελλάδα, είναι στενές και βουλώνουνε με το παραμικρό, εξ ου και το παραπλήσιο βρωμερό καλαθάκι για τα κωλόχαρτα (που δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη αφού έχουν προβλέψει φαρδιές σωληνώσεις και τα ρίχνουνε στη λεκάνη), αφετέρου τα κωλοφάνταρα αμολάνε άστοχα τις κουράδες τους, παράλληλα με την οπή, σχηματίζοντας το σήμα της Όπελ...

Οι νέοι, λοιπόν, δίκην Μεγάλου Αλεξάνδρου, καλούνται να αποκτείνουν τον κατηραμένο κουραδόφιδο με το δόρυ τους (ένα μακρουλό ματσούκι / βεντούζα / σκούπα κ.τ.λ.), ήτοι να καθαρίσουνε γογγύζοντας τις θηριωδίες των συστρατωτών τους (αδέσποτες κουράδες, λιμνάζοντα κατρουλιά, σκατωμένες δαχτυλιές στα πλακάκια, κωλόχαρτα ατάκτως εριμμένα, αγχωμένα ψωλοχύματα κ.τ.λ).

Την έκφραση αυτή ατόφια, χρησιμοποίησε ο τιμωρημένος Λάμπρου (Κιμούλης) στο «Λούφα και Παραλλαγή», ξεβουλώνοντας μ' ένα στυλιάρι τον απόπατο.

Στις εκστρατείες, ο στρατός παλιά έσκαβε εντός περιμέτρου κάτι γιγάντιους σκατόλακκους, με ξύλινο ψευτο-παραβάν και δυο σανίδια για να πατήσεις και να λάβεις «θέση μάχης», στον οποίον από καιρόν εις καιρόν, φτυαρίζανε οι φαντάροι ασβέστη και όταν πια φράκαρε καλύπτανε με χώμα δια παντός, προκειμένου να μη ζέχνει και να μην μεταδίδονται ασθένειες.

Σημειωτέον, όσον αφορά στη χρήση και την έννοια της έκφρασης με το ρήμα παλεύω, ο Στράτης Μυριβήλης στη «Ζωή εν Τάφω», περιγράφει, πώς ένας ηρωικός φαντάρος του πρώτου παγκοσμίου, πνίγηκε, όταν έπεσε νύχτα κατά λάθος μέσα στο σκατόλακκο εκστρατείας, «ανδρείως μπαλεύων με τα ελληνοσυμμαχικά σκατά»...

- Πού είναι ρε ο Αιγαλεώτης;
- Βούλωσε η Καλλιόπη και τον έστειλε ο επιλοχίας να σκοτώσει το θηρίο!

Κάπως έτσι... (Carpaccio). (από Khan, 23/07/09)Η ιστορία επαναλαμβάνεται (από Khan, 23/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία