Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο υστερικός χιπστεράς.

Συναντώνται και οι δύο τύποι, χιπστερικός και χιπυστερικός. Το χιπστερικός είναι πιο ευσύνοπτο, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι δεν είναι αρκετά διαφανές το λολοπαίγνιο και για αυτό ορισμένοι προτιμούν το χιπυστερικός σε μια λογική το καταλάβατε ή να κάνω και κακά; Το τελευταίο άλλωστε θυμίζει λίγο και τους hippies που 'ν'ν' κακό γιατί με τον όρο θίγεται ενίοτε μια ορισμένη χίπυ αφέλεια, όπως λ.χ. ορισμένες άκαπνες μορφές διαμαρτυρίας και ακτιβισμού. Από την άλλη, το χιπστερικός μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο σχετικό με τους χίπστερζ, ακόμη και άσχετα από το λολοπαίγνιο με την υστερία.

Όπως αναλύουμε στο λήμμα χιπστέρι, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει **αυθεντικός χίπστερ* ως κανονιστική έννοια ορίζοντος. Χίπστερ γίνεσαι πέφτοντας από το indie προς το μέινστριμ ή αναπτύσσοντας διάφορα επιμέρους χιπστερότροπα χαρακτηριστικά σε ένα αχαρτογράφητο σύνολο. Εκεί όμως μπορεί να διακριθεί -όχι ο *αυθεντικός χίπστερ, αλλά ο ας πούμε- κουλ χίπστερ από τον χιπστερικό. Ο κουλ χίπστερ είναι αυτός που του βγαίνουν οιονεί αυθόρμητα τα χιπστερότροπα χαρακτηριστικά. Λ.χ. έχει ήδη ένα πολύ αρμονικό χρωματικά και σχεδιαστικά λουκ και προσθέτοντας μια-δυο-τρεις χίπστερ πινελιές, ήρθε κι έδεσε. Ή, ας πούμε, δεν πιέζεται υπερβολικά για να του βγει η σπρετσατούρα, αλλά είναι σχεδόν ένα αυθόρμητο λάθος.

Στους αντίποδες, ο χιπστερικός είναι αυτός που ξεκινάει α πριόρι από την θέληση να γίνει χίπστερ, κάτι που υποτίθεται ότι αντίκειται στο πνεύμα του (μη-)κινήματος. Στην πλέον εμετική μορφή του, διαβάζει οδηγούς χιπστεροσύνης, κάτι τουλάχιστον εξίσου αντιφατικό και ξενερουά με τους οδηγούς για να καταλάβεις την σκέψη του Ντεριντά. Στην κάπως πιο ψαγμένη εκδοχή, ο χιπστερικός αναζητεί εναγωνίως το Ε.Μ.Π. Όχι, δεν πρόκειται για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά για το Επόμενο Μεγάλο Πράγμα, το The Next Big Thing, που λέμε και στους χιπστεροδρόμους. Ήτοι, ενώ ο κουλ χιπστεράς είχε βρει το κουλ before it was cool, και πλέον αναπαύεται έν τινι μέτρω στις δάφνες του, ο χιπστερικός έχει μια διαρκή κωλοκαούρα να βρει τώρα αυτό που θα είναι κουλ αύριο, ώστε να κατευθυνθεί νομαδικά προς τα εκεί πριν πάνε οι άλλοι. Λ.χ. όταν το Γκαζοχώρι έγινε κουλ αναβαθμίζοντας τις γκαζοχωρίτισσες, ο χιπστερικός δεν ικανοποιήθηκε αλλά έψαξε την επόμενη υποβαθμισμένη περιοχή προς αναβάθμιση λ.χ. το Μετάξι. Τώρα που και το Μετάξι παρουσιάζει σημεία μεταξύ εντεχνοποίησης, ψαγμενιάς και χιπστεροποίησης, θα πρέπει να βρεθεί μια νέα υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας για τον αδηφάγο χιπστερικό, την οποία ως μη χιπστερειδικός αδυνατώ να εντοπίσω.

Πολλές γιαλόμες, ωστόσο, θεωρούν ότι η διάκριση μεταξύ κουλ χιπστερά και χιπστερικού είναι άλλο ένα καταστατικό ψεύδος και ότι ο χιπστεράς είναι εξ ορισμού χιπστερικός. Η εικόνα του κουλ τύπου που του ξεχειλίζει η χιπστεροσύνη από τα μπατζάκια είναι ένας αφελής μύθος, όπως λ.χ. αυτός της ευτυχούς πόρνης, που εκπορνεύεται από αγάπη για το σεξ, ή του ευγενούς αγρίου, που είναι αριστοκράτης μέσα στη ζούγκλα. Στην πραγματικότητα, το να είσαι χίπστερ σημαίνει ένα ανελέητο κυνήγι με πολύ μεγάλο ανταγωνισμό για να βρεις το Ε.Μ.Π., και ωσεκτουτού η χιπστερία είναι εγγενής στον χιπστερισμό. Άλλοτε πάλι, υστερικοί χρησιμοποιούν την χιπστεροσύνη για να καλύψουν τα σημάδια της υστερίας τους, ή και για να τρέψουν την ειλικρινή υστερία τους σε ειρωνική. Για τους περισσότερο φαλλογοκεντρικούς δε, η χιπστερία συνδέεται με τον μετροσεξουαλισμό των χίπστερζ.

Συναφώς, η χιπστερία μπορεί να πάρει την μορφή εξαντλητικής δίαιτας με την οποία (ένας άντρας κυρίως) προσπαθεί να πετύχει το πολυπόθητο ανορεξικό λουκ. Αντιστρόφως, χιπστερία μπορεί να διαγνωσθεί σε γυναίκες, οι οποίες τρώνε βουλιμικά προκειμένου να πετύχουν επί τούτου το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας ή την ζουζουνισάνς χιπστερομπεμπέκας. Σε άλλη περίπτωση χιπστερίας, μια κατά τα άλλα τίμια και ηθική κοπέλα θα προσπαθήσει να αποκτήσει faux πουτανέ χαρακτηριστικά.

Τελειώνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η υπερβολή της χιπστερίας έχει οδηγήσει στην Ελλάδα και στο αντίστροφο φαινόμενο υβριδικών σχηματισμών που συνδέουν χιπστερότροπα χαρακτηριστικά με πιο παραδοσιακές ετεροκανονιστικές αντιλήψεις για την δέουσα αρρενωπότητα. Αυτό άλλοτε γίνεται από αδυναμία, άλλοτε από άποψη, άλλοτε κι από τα δύο, έχουμε πάντως σε κάθε περίπτωση χίπστερ λεξιπλασίες, όπως:

- Ο καγκουροχίπστερ: ο ναρκισσευόμενος ποζεροχίπστερ, που στην επίδειξή του δεν έχει ξεπεράσει την καταγωγική του καγκουριά οπότε επιβιώνουν σ' αυτόν στοιχεία κάγκουρα.

- Ο βλαχοχίπστερ: διάδοχος του βλαχοκυριλέ της μεταπολίτευσης και συγγενής προς τον βλαχοφιλελέ της μετα-μεταπολίτευσης, πρόκειται για τον όψιμο χιπστερά της ενδεκάτης ώρας που αδυνατεί να κρύψει το κωστοπούλειο παρελθόν του.

- Ο χιπστερογαμπρός: χιπστεράς που διατηρεί αρρενωπά χαρακτηριστικά υπό την πρόφαση της ειρωνείας. Οι χιπστερογαμπροί φέρουν συχνά ειρωνικό μούσι, το οποίο ενώ αρχικά υποτίθεται ότι θα αποτελούσε μια ειρωνεία για τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια (βλ. λήμμα χιπστέρι), εντέλει χρησιμοποιείται ως πρόφαση από τους χιπστερογαμπρούς για να επιδείξουν την σχεδόν μάτσο αρρενωπότητά τους. Ορισμένοι χιπστερογαμπροί φέρνουν επικίνδυνα σε ειρωνικό χρυσαύγουλο καθώς τα διάφορα ειρωνικά μούσια τους δεν διαφέρουν και τόοοσο από τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια Χρυσαβγιτών, όπως λ.χ. του Γιάννη Λαγού.

Τον όρο κλαρινοχίπστερ δεν τον έχω συναντήσει ακόμη, αλλά τον προτείνω μήπως και γίνει το επόμενο Ε.Μ.Π. στην Ελλάδα, ενώ το ποζεροχίπστερ αποτελεί μια περιττολογία καθώς κάθε χίπστερ είναι οπωσδήποτε και ποζέρι. Επίκαιρη λεξιπλασία είναι και το χιπστερόδεντρο για τα δέντρα που έχουν υποστεί yarn bombing. Τέλος, συνήθης στην διεθνή χιπστερολογία είναι η οικειοποίηση εμβληματικών μορφών του παρελθόντος ή του παρόντος από το χίπστερ (μη-)κίνημα, με αποτέλεσμα ορισμένα μπανεύκολα λολαδερά υβρίδια όπως ο Adolf Hipster, o Χιπστεροκλής, η Hipster Merkel κ.ο.κ. (βλ. μήδια).

1.Ο χιπστερικός κουλτουριάρης ακούει ακριβώς ότι μας χαρίζει η μόδα της εποχής, το θεωρεί βαριά ποιότητα, πληρώνει μέχρι και εισιτήρια για να δει το συγκρότημα/ τον καλλιτέχνη σε άλλη χώρα. Το είδος της μουσικής που ακούει είναι indie pop/rock, alternative pop/rock και γενικά είναι φευγάτο. Δεν είναι απαραίτητα όλοι οι λάτρεις αυτού του είδους μουσικής ΚΓ. ΚΓ κατηγοριοποιείται ο ακραίος θαυμαστής, αυτός που θα χτυπήσει tattoo τους στίχους από ένα τέτοιο τραγούδι, αυτός που θα σου τα πρήξει μέχρι να βάλεις τα ακουστικά από το iPhone του και να ακούσεις την τελευταία του ανακάλυψη (ή μάλλον ανακάλυψη της Lifo, την οποία διαβάζει). Αν δεν σου αρέσει αυτό που ακούς, τότε ο χιπστεράς σου λέει ότι απλά «Δεν έχεις γούστο» και συνεχίζει να σου τα πρήζει με το τραγούδι μέχρι να σου γίνει εμμονή.

2. Διαμαρτυρία χιπ-(υ)στερικών στον αγνωστο επειδή δεν φτηναίνουν τα αιφον. Πσόφος, λέμε

3. Είς πανικόβλητος χιπστερικός νεανίας, εκβαίνων εκ Στάρμπακος τινός, κραδαίνων άιπαντ στην δεξιά, επιβεβαίωσε τους φόβους ημών ότι εισήλθαμεν εν ντέιντζερ ζόουν.

4. Αν πάλι το καλοσκεφτείς, η επιδειξιομανία του καγκουροχιπστερ ποζερά που ανεβάζει στα σόσιαλ μίντια κοντινά του φρεσκοχρησιμοποιημένου του κωλόχαρτου και διαφημίζει στα τρέντυ φιλαράκια του τη γεωγραφική του θέση από το δορυφόρο για να κάνουν σχόλια από τα σμάρτφόουν τους αν και είναι όλοι μαζί στο ίδιο νησί για διακοπές, καθιστά την εξάπλωση σύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης σχεδόν άχρηστα.

  1. Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες υποστηρικτών Πέτρου Τατσόπουλου: Οι ατάλαντοι καθεστωτικοί παραλογοτέχνες και οι φιλελέ καγκουροχίπστερ μπλόγκερ. (Από το Φέισμπουκ)

6. Όχι ρε παιδιά. Μη μας χαλάτε τους μικρούς μας παράδεισους. Θα πλακώσουν όλοι οι βλαχοχίπστερ (και βλαχοφλανέρ) και θα μας τραβάνε φωτογραφίες με τα αιφόουν και το ίσταγκραμ την ώρα που πίνουμε το(τα) ποτάκι(α) μας, καπνίζουμε τα τσιγάρα μας και ακούμε τις ωραίες μουσικές μας.

  1. Καποτε σε παρεα βλαχοχιπστερ εξομολογηθηκα οτι παω στην παραλια χωρις να ξυρισω γαμπα και στερνο. Ενας σχεδον εκανε εμετο. (Από το Φέισμπουκ)
Hipster Merkel. Έκανε ρόμβους μπιφόρ ιτ γουόζ κουλ (από Khan, 27/12/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορά στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του αγγλικάνικου όρου hipster. Οι χίπστερζ είναι ένα μεταμοντέρνο φαινόμενο που άρχισε στις Η.Π.Α. στα νάιντιζ και κορυφώνεται παγκοσμίως στα νόουτιζ και τενζ, και έχει κυρίως εμφανισιακά, αλλά και γενικότερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αρχικά τα χιπστέρια ξεκινούν ως indies (<independent) δηλαδή ως αλτέρνια που συνδέονται με ψαγμένα ακούσματα, καθώς η Indie rock. Επρόκειτο δηλαδή για μια anti-mainstream φάση. Στην πορεία, όμως, όχι μόνο δεν έχουν ασχημindie, αλλά αντιθέτως έχουν ομορφindie χάρη στην εκπληκτική επιμονή τους στους αισθητικούς εμφανισιακούς συνδυασμούς, με αποτέλεσμα να μπορούμε γενικά να πούμε ότι ο χιπστεράς είναι ένας εκπεπτωκώς indie προς την κατεύθυνση του mainstream, ή, αλλιώς μία ακομοντέισο, μια προσαρμογή (accomodation που λέμε και στο χωριό μου) του ίντυ, όπου αμβλύνεται η εξεγερσιακή δυναμική.

Για μια πολιτική κριτική βλ. τον ορισμό χιπστεράς της Ironick (before it was cool). Από πολλούς θεωρείται ότι τα χιπστέρια είναι ένα μη-κίνημα προσιδιάζον στη μετανεωτερικότητα, καθώς «εξ ορισμού» δεν μπορούν να οριστούν. Είναι ίσως το μοναδικό κίνημα, που δεν έχει ως στόχο έναν αυθεντικό χίπστερ, έκφραση που αποτελεί contradictionem in adjecto, τ. Ελβετός ναύαρχος κ.τ.ό., όπως άλλωστε οξύμωρο είναι και το τρέντι αλτέρνατιβ που επιδιώκουν. Όπως μου υπέδειξε και ο πασαδόρος του λήμματος Mr Cadmus, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση πιο χίπστερ πεθαίνεις, καθότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σαν μια χιπστεροσύνη ως κανονιστική ιδέα ορίζοντος. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι «πιο χίπστερ γίνεσαι mainstream».

Με άλλα λόγια, η χιπστεροποίηση δεν είναι μια κίνηση προς την κατεύθυνση του ριζοσπαστισμού, αλλά αντιστρόφως προς μια μεγαλύτερη προσαρμογή του ριζοσπαστικού στο κυρίαρχο ρεύμα, η οποία προκειμένου να υπάρχει έχει ανάγκη μια ορισμένη ένταση με το μαίηνστρημ, πλην όσο περισσότερο εντείνεται, τόσο περισσότερο αμβλύνεται η όποια αντιδραστικότητά της. Με άλλα λόγια χίπστερ δεν γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι, χίπστερ καταντάς, όταν αμβλωθεί η αλτέρνατιβ δυναμική σου. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει ορισμός του χίπστερ, παρά μόνο να εντοπιστούν επιμέρους χιπστερότροπα στοιχεία και τύποι, καθώς οι χίπστερζ εντάσσονται σε μια αξίωση μεταμοντέρνου αχαρτογράφητου: Πρόκειται για μια αέναη αναβολή του αλτέρνατιβ και διαμονή σε μία no man's land μεταξύ εναλλακτικού και κυρίαρχου τρέντι, τα όρια της οποίας είναι εξαιρετικά πορώδη. Χίπστερ μπορείς να γίνεις και στην προσπάθειά σου να γίνεις εναλλακτικός, αλλά και στην έκπτωσή σου από το εναλλακτικό, πάλι πίσω προς το κυρίαρχο.

Κατά συνέπεια, κάποιος που προσπαθεί επί τούτου να γίνει χίπστερ μέσα από οδηγούς χιπστεροσύνης, δεν αποτελεί αυθεντικό χίπστερ (ὃ μὴ γένοιτο), αλλά χιπστερικό, πάσχοντα δηλαδή από χιπστερία, την πάθηση του να θέλεις ντε και καλά με υστερικό τρόπο να γίνεις χίπστερ, ενώ η ψαγμενιά είναι ακριβώς να μην το επιζητείς, αλλά να σου βγαίνει.

Μπορούμε ωστόσο να κάνουμε μια ιστορική ανασκολόπηση του όρου με την βοήθεια της Βικούλας. Ήδη στην δεκαετία του 1940, ο όρος hipster σήμαινε τον μυημένο, τον aficionado, κάτι σαν το τζιναβωτός στα καλιαρντά. Πιθανόν να προέρχεται από το hop που ήταν σλανγκιά για το όπιο, ή από το δυτικοαφρικανικό hipi, που σημαίνει να «ανοίγεις τα μάτια σου». Η σημασία του hip ως μυημένου μαρτυρείται ήδη από το 1902, και την ίδια εποχή και το unhip δηλώνει τον ατζινάβωτο στα χιπστερικά, ενώ η προσθήκη του β' συστατικού -ster έχει καταγραφεί ήδη στα 1944. Οι πρώτοι χίπτσερζ των φόρτιζ είναι κάτι σαν μπήτνικς, ή σαν Αμερικλάνους υπαρξυστές ένα πράμα, αλλά φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του δηθενιστή υπήρχε ήδη τότε καθώς επρόκειτο περισσότερο για λευκούς που τους άρεσε η τζαζ και προσπαθούσαν να μιμηθούν το λαϊφστάιλ των μαύρων καλλιτεχνών.

Ωστόσο, η καθιέρωση του όρου με την σύγχρονη σημασία αρχίζει στα νάιντιζ στις Η.Π.Α. και δη τη Νέα Υόρκη, και στα νόουτιζ μιλάμε πλέον για ένα παγκόσμιο φαινόμενο με ανησυχητικές διαστάσεις καθώς ευρωπαϊκές μητροπόλεις, όπως το Βερολίνο και το Λονδίνο, μετατρέπονται αίφνης σε χιπστερουπόλεις. Στα δέκαζ κατακλύζονται από χιπστέρια και οι χιπστερόδρομοι της Αθήνας, όπως η θρυλική Αβραμιώτου, ήτοι το στενό δρομάκι του μπαρ 6 Dogs, η πλατεία Αγίας Ειρήνης, η πλατεία Καρύτση, η Κολοκοτρώνη, και κάποιες άλλες χιπστεροτοπίες στο Γκάζι και το Μοναστηράκι. Σε ένα περιβάλλον κρίσης, το να είσαι απλώς τρέντι δεν είναι πια τρέντι, οπότε πολλοί από όσους δεν ριζοσπαστικοποιήθηκαν, μεταλλάχθηκαν σε χιπστέρια. Καθώς ένας ορισμός του χιπστεριού εξ ορισμού αντενδείκνυται, θα επισημάνουμε απλώς αφενός επιμέρους στοιχεία και αξεσουάρ, και αφεδύο τύπους χιπστεριών, προσπαθώντας αν είναι δυνατόν να αναδείξουμε και προσιδιάζοντα στην Ελλάδα χαρακτηριστικά χιπστεροτροπίας. Σημειωτέον ότι τα χιπστέρια έχουν οικειωθεί επιμέρους χαρακτηριστικά από διάφορες εναλλακτικές κουλτούρες, κυρίως από τα emoφρίκουλα και λιγότερο από τους πάνκηδες.

Στοιχεία

  • Το δίπολο ironic/sincere (ειρωνικό/ειλικρινές):
    Χαρακτηριστικό των χίπστερζ είναι η μεταμοντερνιάρικη οικείωση του εξόφθαλμα πασέ, του κιτς, του γκροτέσκου και του γελοίου, με μια διάθεση αυτοσαρκασμού. Ωστόσο, αυτό για να είναι χίπστερ πρέπει να γίνεται με μια λεπτότητα και αρμονία και να ακεραιώνεται σε ένα χιπστεροσύνολο. Τότε λέμε ότι είναι «ειρωνικό» (ironic αμερικανιστί), πρόκειται δηλαδή για ένα «κλείσιμο ματιού» του χιπστερά στον θεατή του. Λ.χ. ενώ το μούσι μπορεί να θυμίζει παπά, άστεγο, ερημίτη, ή πασόκο των 80ζ, όταν το φέρει ο χιπστεράς γίνεται ειρωνική ψαγμενιά. Παρομοίως το T-shirt μπορεί να είναι χαρακτηριστικό τρεντυφατσουλακίου, εκτός αν φορεθεί ειρωνικώς. Άλλοτε πάλι ένα στοιχείο που έχεις ούτως ή άλλως, όπως το να είσαι φάλαινα ή τόφαλος μπορεί να επενδυθεί α πουστεριόρι ειρωνικά χαρακτηριστικά. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ο φέρων ένα χαρακτηριστικό, λ.χ. το μούσι, δεν έχει καθόλου ειρωνική διάθεση, αλλά όντως ταλιμπανίζει. Σε αυτήν την περίπτωση αναγνωρίζεις ότι το μούσι λ.χ. είναι ειλικρινές και αποτίεις το ρισπέκτ που αναλογεί.

  • Η βιντατζιά: Τα χιπστέρια έχουν μανία με τα παλαιά ενδύματα και άλλα αντικείμενα. Όταν δεν έχουν την τύχη να τα σουφρώσουν από τη ντουλάπα της γιαγιάς («η γιαγιά, η γιαγιά, γνωρίζει πιο καλά, όλα τα τερτίπια τα χιπστερικά», για να παραφράσουμε τα Ημισκούμπρια), ή να τα κληρονομήσουν από κάποιο μακαρίτη/ισσα, τα προμηθεύονται από ειδικά βιντατζάδικα. Στις Η.Π.Α. λ.χ. είναι κουλ το στυλ τουέντιζ άλα Great Gatsby, και γενικά στοιχεία σιξτίλας και σεβεντίλας. Τα εν Ελλάδι χιπστέρια συχνά ταξιδεύουν στο Λονδίνο για να προμηθευθούν βιντατζιές. Σχετικό σύνθημα: «Old is the new new».

  • Το before it was cool: Η μαγκιά για το χιπστέρι είναι να έχει κάνει κάτι που τώρα είναι κουλ πριν να είναι κουλ. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για ένα κυνήγι του παρόντος και του μέλλοντος και για μια καταξίωση αυτού που το έχει επιτυχώς προφητεύσει. Υπάρχει και αυτό το στοιχείο, αλλά υπάρχει και η χαρακτηριστικά μεταμοντέρνα αγάπη για τα ρηβάιβαλς, τις αναβιώσεις, όπου κάτι που παλιότερα αποδοκιμάστηκε και παρέπεσε ως ηττημένη τάση, θεωρείται τώρα ότι πρέπει να του δοθεί προσοχή εις βάρος της Ιστορίας που γράφουν οι νικητές. Επίσης, γίνονται ριζικές αναθεωρήσεις ως προς το τι είναι κουλ, προκειμένου να μην συμπίπτει το χιπστέρι με το κοινό τρέντουλο. Με την έννοια αυτή φτάνει να θεωρείται κουλ ακόμη και το να είναι κανείς λ.χ. τόφαλος, ή έστω chubby, ή φύτουκλας. Ο πραγματικός χιπστερόμαγκας όμως είναι αυτός που είχε μια τέτοια ιδιότητα πριν να γίνει κουλ και είχε φάει όλη την λοιδορία, ίσως και άδικα από ό,τι αποδείχθηκε. Ο χίπστερ επομένως δεν κυνηγάει μόνο το μέλλον, το next best thing, αλλά και το παρελθόν, προσπαθεί να εμπνευστεί από παλιά τρεντζ, και κυρίως να οσμιστεί όχι το μέλλον του παρελθόντος, αλλά το παρελθόν του μέλλοντος, ήτοι πιο παρελθόν θα είναι τρέντι στο μέλλον, ώστε να το εφαρμόσει στο παρόν πριν να είναι κουλ, πράγμα που είναι και η μαγκιά στην τελική.

  • Ο μετροσεξουαλισμός: Πολλά χιπστέρια προάγουν τη μεταμοντέρνα εικόνα μιας αχαρτογράφητης σεξουαλικότητας, ούτε έκδηλα γκέι, αλλά και στρέιτ δεν τη λες. Χαρακτηριστικό λ.χ. είναι μία μόνο λεπτομέρεια γυναικείου outfit σε ένα κατά τα άλλα αρρενωπό λουκ. Επίσης, το δίπολο ανορεξία- αφράτη jouissance, που συναντάται σε χιπστεράδες παραπέμπει σε θηλυκά πρότυπα του παρελθόντος, όπου θηλυκό θεωρείτο αφενός το ανορεξικό μοντελέ σώμα, ή αφετέρου η ζουμπουρλού σεξουάλα. Αντιστρόφως, οι γυναίκες μπορεί να μπουτσοφέρνουν, ή ακόμη και στην περίπτωση που παραμένουν πολύ «θηλυκές» με την συμβατική έννοια, να χαλάνε την ομορφιά τους με κάποια εξτραβαγκάντσα, λ.χ. ένα παράξενο γυαλί. Γενικά καταξιώνεται και το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας, και το faux πουτανέ υφάκι (slutty που λέμε και στο χωριό μου).

  • Ο νομαδισμός: Μόλις μια περιοχή με χίπστερ στέκια γίνει γνωστή, οι χίπστερζ θα προσπαθήσουν να πάνε αλλού, στο next best thing, με αποτέλεσμα έναν συνεχή νομαδισμό, που θυμίζει την απεδαφικοποίηση (που λέει κι ο Gilles o Deleuze) του ύστερου καπιταλισμού. Συναφώς εννοείται ότι το χιπστέρι δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι είναι χιπστέρι.

Αξεσουάρ - εμφανισιακές λεπτομέρειες

  • Τα χιπστερόγυαλα: Πρόκειται συχνά για γυαλιά με κάτι σαν βαρύ κοκκάλινο σκελετό που έχουν ξαναέρθει στη μόδα. Συνήθως εμπνέονται από τα σέβεντηζ, αλλά είναι πιο ντιζαϊνάτα από τις τότε γυαλαμπούκες. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πανηγυριστούν και γυαλιά που φέρνουν οριακά σε χουντόγυαλα. Ως χιπστερόγυαλα πάντως μπορούν να χαρακτηρισθούν και διάφορα τρεντόγυαλα, όπως τα χιπστερέιμπαν. Χαρακτηριστικό χιπστερόγυαλο είναι επίσης τα Rayban αλά Bob Dylan.
  • ρούχα από βιντατζάδικα
  • παπιγιόν
  • ironic μούσι: Ορισμένα ειρωνικά μούσια θυμίζουν ερημίτη, καθώς έχουν μάκρος, ωστόσο είναι περιποιημένα στα πλάγια και συνήθως μυτερά.
  • ironic σκούφος
  • ironic περίεργο καπέλο, με παράξενα χρώματα
  • καρό πουκάμισο
  • ειρωνικό T-shirt: Η ειρωνική υπερβολή είναι που διαχωρίζει το χιπστέρι από το απλό τρεντυφατσουλάκι.
  • στενά τζηνς
  • τρύπες τύπου plug στα αυτιά
  • γυναικείο αξεσουάρ για τους άντρες
  • αξεσουάρ από μαμά/ γιαγιά για τις γυναίκες
  • μποτοσπορτέξ εϊτίλα
  • τα μη-σταράκια: πατούμενα που μοιάζουν με σταράκια, χωρίς να είναι ακριβώς σταράκια, ώστε να μην συμπέσει το χιπστέρι με αλτέρνι
  • φουλάρι, κασκόλ
  • ειρωνική βοϊδογλειψιά
  • ειρωνικό μαλλί αλά Beatles
  • εξυπνόφωνο, μάκης, ipod, ipad
  • λατρεία του Instagram και του Twitter

(Περισσότερο σε χιπστέρια εξ Αμερικής):

  • γούνινο καπέλο/ καπέλο lumberjack.
  • κύπελο ή κούπα από Starpax.

Τύποι (μικρή μη εξαντλητική λίστα):

  • Ο ανορεξικός: Ο πολύ αδύνατος και εύθραυστος χιπστεράς με στοιχεία μετρό ή, για τους πιο κακοπροαίρετους, πουστρίγκου.

  • Ο ironic τόφαλος: Πολλοί πανηγυρίζουν τα πάχη τους προβάλλοντας μια χίπστερ ζουισάνς ή ζουζουνισάνς.

  • Το μετα-φυτό: Χιπστέρι που διεκδικεί ότι ήταν φυτό before it was cool, συνδυάζει στοιχεία φύτουκλα, όπως οι γυαλούμπες με καλαίσθητα στυλιστικά στοιχεία, εξ ου και μετα-φυτό. Πολλές κοπέλες ακολουθούν στυλ Μαρίας Άσχημης, δηλαδή ενώ μπορεί να είναι πολύ όμορφες και γλυκές ακολουθούν μια ειρωνική προσέγγιση φορώντας παράξενα διανοουμενέ γυαλιά κ.τ.ό.

  • Ο χιπστεράστεγος: Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες θεωρίες συνωμοσίας, ο χιπστερισμός προωθήθηκε άνωθεν σε χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα προκειμένου να καμουφλάρεται ο αυξανόμενος αριθμός αστέγων λόγω της κρίσης. Πράγματι στις Η.Π.Α. ένα είδος χίπστερ που φοράει καπέλο με γούνινη επένδυση, cardigan, σκισμένα τζηνς, μπότες κι έχει μούσι θυμίζει εντυπωσιακά άστεγο. Παρομοίως και σε αθηναϊκούς χιπστεροδρόμους μπορεί να καταστεί δύσκολο να ξεχωρίσεις έναν ειλικρινή άστεγο από ένα ειρωνικό χιπστέρι που αστεγοφέρνει. Παραμένει, ωστόσο, η σημαντική ειδοποιός διαφορά του χιπστεριού ότι θα έχει πάντα ένα αλάνθαστο γούστο για τους σωστούς χρωματικούς συνδυασμούς, και δευτερευόντως εξυπνόφωνο και κάποια τρεντουριά. Σε δεύτερο χρόνο, θα μπορούσε και κάποιος από τους νεοάστεγους, που κατά τα άλλα είναι μορφωμένος και στυλάτος, να καμουφλαριστεί ως χιπστεράστεγος ώστε να αποφύγει το ρεζιλίκι και να περάσει ως άποψη.

  • Το τζημεροχίπστερο: Πρόκειται για χιπστέρια που λόγω εμφάνισης στην αρχή τα παρεξηγείς για αριστερόστροφα αλτέρνια, αλλά μόλις αρχίζεις να μιλάς μαζί τους εκπλήσσεσαι με την ξετσίπρωτη έως φασίζουσα σκληρότητά τους σε κοινωνικά θέματα.

  • Ο Αθενσβοϊσάς: Ο χιπστερικός που ενημερώνεται από την Athens Voice.

  1. είμαι χιπστέρι, έχω και συλλογή από παπιγιόν μέσα σε μια δερμάτινη βαλίτσα πεταμένη στο πάτωμα,που την έχω μετατρέψει σε αλτέρνατιβ ντουλάπα. υ.γ. κατω από το σπίτι μου υπάρχει ένα παγωτάδικο Igloo,δεν καταλαβαίνω το περίεργο. (Εδώ).

  2. δηλαδή ρε ΧΙΠΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΛΑΣΠΗΣ άκουσες όλη τη δισκογραφία τους και αποφάσισες ή αποφάσισες χωρίς να την ακούσεις;; (Εδώ).

  3. Ίνσταγκραμ:Ο πιο γρήγορος τρόπος να τσατίσεις ένα χιπστέρι που δηλώνει χόμπι την φωτογραφία «Το ινσταγκραμ δεν είναι τέχνη» (Εδώ).

  4. Εδώ στο γραφείο της Cyber Police ψηφίσαμε όλοι ΚΚΕ πάντως. Εκτός από ένα χιπστέρι που ψήφισε Δημιουργία Ξανά. (Εδώ).

  5. Λόγοι υπερηφάνειας. Χίλιες φορές ποζέρι παρά χιπστέρι. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.

Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.

- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. To μαγαζί που πουλάει ρουχισμό vintage. Το ενδιαφέρον για τα ρούχα vintage και τα σχετικά μαγαζιά εντάσσεται στο πλαίσιο κουλτουρών εμφάνισης και συμπεριφοράς, όπως των χίπστερς. Συχνά τα βιντατζάδικα, όπου απευθύνονται, βρίσκονται στο εξωτερικό και ορισμένα λειτουργούν στο πλαίσιο φιλανθρωπικής δράσης.

  2. Γενικότερο επίθετο που χαρακτηρίζει την κουλτούρα του vintage, όπως την βλέπουμε λ.χ. ως μέρος της hipster κουλτούρας ή ως ταραντινιά στο σινεμά.

  1. Είναι αυτός που την Κυριακή το μεσημέρι, για παράδειγμα, θα πεταχτεί μέχρι το γνωστό στενάκι της Αβραμιώτου για να κλείσει επιδεικτικά το μάτι στo τελευταίo trend, που δεν είναι άλλο από την ανταλλαγή ρούχων. Στην ανταλλαγή ρούχων, μάλλον, θα έχει πάει με το κορίτσι του, για να ανταλλάξει αυτή τα ρούχα που αγόρασε από vintage-άδικα του Βερολίνου και δεν τα φορά πλέον. (Εδώ)

  2. Aλλα μαλλον δεν ειναι ερωτηση, ειναι βιντατζαδικο quiz (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Γίνομαι αίφνης τρέντι, χωρίς να το είμαι εξαπανέκαθεν.

Όχι, δεν είναι συνώνυμο του πουστρεύω, παρά τα θρυλούμενα.

  1. Πρώτα είχαμε το Ψυρρή που ήταν εναλλακτικό και μετά τρέντεψε, μετά το Γκάζι, τώρα σειρά έχει το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Μου φαίνεται πως ο μόνος τρόπος να ξεφύγω από την όλη μαλακία είναι να ξαναγίνω nu-μεταλάς όπως ήμουνα πιτσιρίκι και να γυρίσω στα Εξάρχεια. (Mikeius εδώ).

  2. Τωρα τελευταια το πειγαν στην ποπ και τρεντεψε ο γιαννακης (που ειναι το τρελο μαλλι που ειχε). (Εδώ).

  3. giati; otan exoun afana h dreadlocks h akomi kai konto malli (san xoreutes) den einai wraio; genika oi kordeles einai praktikes kai omorfes... twra bebaia pou trentepsan kai autes asta na pan aman... (Εδώ)

(από Khan, 29/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Άντε να ποστάρω κι εγώ ένα ακατάλληλο.

Μπατ Μουν είναι το αιδοίο νυχτερίδα (Μπατ Μαν). Αυτό που έχει πολύ ανεπτυγμένα τα 'χείλάκια' του και μερικές φορές αυτά ανοίγοντας ακουμπάνε στο εσωτερικό των μηρών δίνοντας την εντύπωση νυχτερίδας.

- Πώς πήγες με την Τάνια;
- Περάσαμε τέλεια, έχει απίστευτο Μπατ Μουν.

"Έτσι, όπως το λέει ο Northwind είναι. Θέλετε να το δείτε;" (από Khan, 20/03/13)(από σφυρίζων, 20/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκέινταρ (εκ του gaydar: gay detection and ranging) αποκαλείται η ενορατική ικανότητα ορισμένων να ανιχνεύουν εξ αποστάσεως και με μεγάλη ακρίβεια τον βαθμό πουστοσύνης των συνανθρώπων τους εν είδει ραντάρ.

Το τυπικό γκέινταρ επεξεργάζεται, σταθμίζει και αξιολογεί πληθώρα οπτικοακουστικοκινητικών δεδόμενων και ερεθισμάτων που εκπέμπει το υπό εξέταση υποκείμενο. Σύμφωνα με έγκυρες μελέτες, στις αποχρώσες ενδείξεις πουστρηλικίου συμπεριλαμβάνονται:

  • Η φωνή: το ευρύ κοινό αναγνωρίζει τους θηλύγλωττους από την φωνή τους με 75% επιτυχία.
  • *Ο παράγοντας«κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα»*: η προβολή ενός προσώπου για το 1/25ο μόλις του δευτερολέπτου αρκεί για να αναγνωριστούν στοιχεία ΛΟΑΤ.
  • Οι φύτρες μαλλιώνε: παρατηρείται ότι οι γκέουλες διαθέτουν αριστερόστροφη σπείρα μαλλιών κατά μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό.
  • Οι αναλογίες των δακτύλων: οι βερμουδιάρηδες και οι λεσβόγκες συνήθως έχουν μακρύτερο το παράμεσο δάκτυλο από τον δείκτη, σε αντίθεση με τους γκέηδες και τις θυλικομούνες.
  • Τα δακτυλικά αποτυπώματα: οι κιναιδουάρδοι και οι ετερομούνες έχουν «πυκνότερες» ραβδώσεις.

    Πέον να σημειωθεί ότι το γκέινταρ αποτελεί είδος «έκτης αίσθησης»: μερικοί το' χουν, άλλοι δεν. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες μελέτες:

  • Οι τρίζοντες την όπισθεν έχουν ακριβέστερο γκέινταρ από τους στρέιτουλες.

  • Οι γυναίκες έχουν ακριβέστερο γκέινταρ όταν βρίσκονται σε ωορρηξία.

    Όλα τα ραντάρ, πόσο μάλλον τα γκέινταρ, έχουν και «τυφλά σημεία», επιτρέποντας σε μερικές να κινούνται κάτω από το γκέινταρ. Ακόμα και τα καλύτερα γκέινταρ δίνουν ενίοτε ανακριβείς μετρήσεις, κυρίως ωσαναφορά τους μετρό κ.ά. αχαρτογράφητες.

Περισσότερα γκέινταρ φακτς:

Από το δουπού: Κχάν.

Η έκτη αίσθηση
1. Το μαγαζί του Πάπα είναι θερμοκήπιο ανωμαλίας…Ενώ το δικό μας, με τους μητροπολίτες που αποκαλούν ο ένας τον άλλο με γυναικεία ονόματα και τους μοναχούς και τους αρχιμανδρίτες που βάζουν μπροστά το γκέινταρ κάθε φορά που βλέπουν νέο αγόρι στην εκκλησία, είναι το απαύγασμα της αρετής…

2. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα.

Το σάη γνωριμιών για πούστηδες και παλικάρια
3. Πάντως, παρ' ὅτι διαρκῶς κράζεις τὸ γκέινταρ, ὅλο ἐκεῖ εἶσαι :ΡΡ

Ο διφορούμενος αζέρος πολιτικός
4. Ο γηραιός πρώην κομμουνιστής διπλωμάτης του Αζερμπαϊτζάν, Γκέινταρ Αλίγεβ, επιστρέφει στο Μπακού, όπου έχει εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξελληνισμός της bimbo, της πανέμορφης και «κοκέτας» ξανθιάς νάρας που όμως κάπου χάνει.

Σαν καθαρόαιμη μπάρμπι πιστεύει ότι η θεωρία χορδών αφορά σε στρινγκάκια και ότι το στοματικό διάλυμα είναι η ανάπαυλα ανάμεσα σε δυο πίπες, αυτό όμως ποτέ δεν στάθηκε τροχοπέδη στο να καταξιωθεί με το σπαθί της επαγγελματικά και προσωπικά.

1. Μυστήρια τρένα είσαστε οι άντρες. Αψυχολόγητοι.
Να βλέπεις άντρα-αντρούκλα, με όλα τα προσόντα της καλής Τύχης και εμφανισιακά και από μυαλό και να επιλέγει σαβουρογκομενάκι ή μπίμπω!

2. δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με τα κοινά μας, δηλαδή με τους γόνους επιφανών οικογενειών και επιτυχημένων πατέρων, τους εργατικολογοπατέρες και την κάθε ξανθιά μπίμπω που εκτίθεται ως υποψήφια

3. Έτσι, δεν θα μπορούσαν να αφήνουν την κάθε μπίμπω (άτσα, εξελληνισμός και υιοθεσία ξένης λέξης επί τροχάδην) να λέει ανεξέλεγκτα ό,τι της κατέβει.

Μπάμπη με λένε (από Khan, 08/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκελληνοποίηση του SWAG με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος «-γκουρας».

Σβάγκουρες αποκαλούνται οι κουνάμενοι και λυγάμενοι ποζεράδες, οι κάγκουρες που το κάνουν από κει που κλάνουν. Το λήμμαν παραμένει εισέτι αχαρτογράφητο στο γούγλε γούγλε αλλά υπάρχει.

Ασίστ: Idium από το δουπού και HardcoreGR.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε