Επιπλέον ετικέτες

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο

Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.

  1. "Η Λωξάντρα φοβότανε τα γιατροσόφια της κόνα-Αννίκας, της πλάτρας. Τα σιχαίνουνταν. Πράματα ήτανε εκείνα να μήν τα σιχαθείς; Από κατρουλιό αρσενικού παιδιού έκανε η κόνα-Αννίκα γιατρικό για τις χιονίστρες και για τα σκασίματα των χεριών. Από σκυλοκούραδο έκανε σκονάκια για το βήχα, και τα φυσούσε μέσα στο λάρυγγα με καλαμάκι. Από ψόφια ποντίκια και λάδι έκανε ποντικαλοιφή. Μέσα στο καύκαλο του μυδιού έκανε τρεμπεντιναλοιφή, καλλυντικό για το πρόσωπο. Έκοβε το σιριλίκι, γήτευε την ιλαρά, σήκωνε τον αφαλό...και τί δεν έκανε η αδικιωρισμένη, αλλά η Λωξάντρα τη σιχαίνουνταν." (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Αθήνα: 1962).
  2. Εχθές όπως γυρνούσα σπίτι, πάτησα πάνω σε κάτι περιττώματα σκύλου και αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Ενώ κάποιος άλλος θα προσπερνούσε ενοχλημένος ένα τέτοιο συμβάν, εγώ ένιωθα πως μου είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικής αξίας, καθώς μου άνοιξε τα μάτια για το νεφελώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν. [...] Το μυαλό μου είχε απορροφηθεί σε τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα και σκεπτόμενος ακατάπαυστα τη σχέση αιτίου αιτιατού που πιθανώς συνέδεε τη Παπαρίζου με το σκυλοκούραδο, έτρεξα γρήγορα σπίτι να καταγράψω τις σκέψεις μου. [...] Στη γαλήνη και ησυχία του δωματίου μου κοίταξα προσεκτικά το παπούτσι μου και το πώς είχαν απλωθεί τα σκυλίσια υπολείμματα πάνω του. Δε μπορούσα παρά να είμαι σίγουρος πως η ίδια συμπαντική δύναμη που έστειλε στο Νεύτωνα το μήλο και έκανε τον κατά τ' άλλα σεμνότατο Αρχιμήδη (ή τον Αριστείδη;) να τρέχει γυμνός στους δρόμους φωνάζοντας «Εύρηκα! Εύρηκα!», προσπαθούσε να μου πει κάτι. «Μίλα μου! Σ' ακούω» είπα στο παπούτσι μου και το κοίταξα ανυπόμονα. (Η συνέχεια του διανοητικού θρίλερ εδώ).
  3. Οι ευρωπαίοι νεοέλληνες που βγάζουν το κατοικίδιό τους βόλτα, θεωρούν εικαστική παρέμβαση υψίστης πολιτιστικής αξίας τις σκυλοκουράδες. (Εδώ).

Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.

  1. "Είσαι ο επόμενος! Είσαι ο επόμενος σκυλοκούραδο!" Ύστερα ο Παξ μουγκρίζει το όνομά μου. Κι έπειτα το επαναλαμβάνει η φωνή του Τάκτου, μετά η Νάιλα από τον Ψηλό Πύργο. Και γρήγορα εκατό φωνές το τραγουδούν σε όλο το κατακτημένο κάστρο, από την αυλή μέχρι τα ψηλά προκαλύμματα και τους πύργους. (Πιρς Μπράουν, Κόκκινη Ανατολή, εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη).
  2. ΓΙΑΥΤΟ ΒΓΑΛΕ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ ΗΛΙΘΙΟ ΣΚΥΛΟΚΟΥΡΑΔΟ ΟΥΣΤ ΚΟΠΡΙΤΗ. (Άλλος ένας φωνακλάς που μας ξυπνάει με φωνακλάδικες βρισιές στο Ξυπνήστε Ρε!).
  3. Τράβα γαμήσου ρε σκυλοκούραδο ρουφιάνε βρωμότουρκε. Αυτοί οι μογγόλοι γαμάνε την μάνα σου. (Από βρις-οφ στο συσιφόνι).
  4. Εναλλακτικός τίπλος: "Με χρησιμοποίησαν σαν σκεύος και αφού ικανοποίησαν τις ορμές τους, με πέταξαν σα σκυλοκούραδο". (Εναλλακτικός τίτλος διαδικτυακού αρρωστουργήματος εδώ).

Αρρωστούργημα του Ολλανδού καλλιτέχνη Schippers, απεικονίζει ένα σκυλοκούραδο μνημειωδών διαστάσεων, τοποθετημένο στους περίφημους ολλανδέζικους κήπους Keukenhof, κοντά στην πόλη Lisse της Ολλανδίας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απόδοση στα ελληνικά της γαλλικής και πλέον μάλλον διεθνοποιημένης έκφρασης Gauche Caviar με τρόπο που είναι κττμγ πετυχημένος, ίσως πιο πετυχημένος κι απ' το πρωτότυπο καθώς δημιουργεί λέξη τύπου Port-manteau. Ορισμένες φορές λέγεται και χαβιαροαριστερά, αλλά ρε πστ πιο ωραία ακούγεται το πορτμαντώ. Ο χαβιαριστερός είναι ένας αριστερός που ζει με τρόπο χλιδαίο, ο οποίος θεωρείται ότι αντιφάσκει με τις αρχές της Αριστεράς.

Το δέλεαρ

Η Βικούλα μας δίνει τις εκφράσεις που δηλώνουν κάτι παρόμοιο σε διάφορες γλώσσες (βεβαίως υπάρχει απόσταση μεταξύ των διαφορετικών σημασιολογικών αποχρώσεων, άλλο αριστερός κι άλλο λίμπεραλ): champagne socialist, Hampstead liberal, Chardonnay socialist, Bollinger Bolshevik στα αγγλικά, Limousine liberal στις Η.Π.Α., Salonkommunist στα γερμανικά, Radical Chic στα ιταλικά, esquerda caviar στα πορτογαλικά, Kystbanesocialist στα δανικά, αναφερόμενο σε πολυτελή περιοχή.

Από τα ελληνικά μπορούμε να αναφέρουμε τις παραπλήσιες (όχι βέβαια ταυτόσημες) εκφράσεις: αριστεροκράτης, προλεφτάριος, αριστερός της δεξιάς τσέπης, σοσιαληστής.

Το γαλλικό πρωτότυπο χρονολογείται από το 1980 και επιθέσεις στον François Mitterand και μέλη της κυβέρνησής του. Ως σημαντικές στιγμές της χρήσης του όρου μπορούν βεβαίως να αναφερθούν οι επιθετικές κριτικές στον Dominique Strauss-Kahn για τα σεξουαλικά του μεράκια που πλήρωσε ακριβά από κάθε άποψη, στο σώγαμπρο Bernard Kouchner με τις διάφορες Μπίζνες Καλά Οργανωμένες, στη Ségolène Royal για τη φοροδιαφυγή της. Μπορούμε πλέον να προσθέσουμε και τον François Hollande, που στα απομνημονεύματα της πρώην ερωμένης του Valérie Trierweiler παρουσιάζεται να έχει περιφρόνηση για τους φτωχούς που αποκαλούσε σύμφωνα με τη συγγραφέα ξεδοντιάρηδες (les sans-dents). Τα απομνημονεύματα της Trierweiler Merci pour ce moment παρουσιάζουν γενικότερα τον Γάλλο Πρόεδρο ως τυπικό χαβιαριστερό: Έναν άνθρωπο με εκλεπτυσμένο ουρανίσκο που δεν ανέχεται τα γεύματα ή φαγητά που δεν είναι ό,τι πχοιοτικότερο έχει να προσφέρει η γαλλική γαστρονομία, έναν άνδρα που περιφρονεί την ερωμένη του για την ταπεινή κοινωνική της καταγωγή και την απατά με την Julie Gayet όχι μόνο επειδή η τελευταία ήταν ηθοποιός και τρελό μουνέτο, αλλά και επειδή ήταν ταξικώς αρχοντομούνα καίτη πουτανάκι, όλα αυτά ενώ ταυτοχρόνως έκανε μεγαλόστομες δηλώσεις για τα σοσιαλιστικά του πιστεύω τα οποία μάλλον τα είχε ως μια μορφή ψαγμενιάς όχι και τόοοσο διαφορετικής από τα εκλεπτυσμένα εδέσματα και ποτά.

Αναφέρθηκα εκτενώς στα γαλλικά παραδείγματα για τον λόγο ότι διαμορφώνουν νομίζω τρόπον τινά ένα πρότυπο χρήσης του όρου. Στα γαλλικά ο όρος αναφέρεται κυρίως σε σοσιαλιστή, όχι και τόσο σε καθαυτό κομμουνιστή ή ριζοσπαστικό σοσιαλιστή. Ο χαβιαριστερός είναι de gauche, είναι της Αριστεράς γενικώς και αορίστως, αλλά μην τον πάρετε και για κανέναν κομμουνίσταρο. Ένα κύριο χαρακτηριστικό του χαβιαριστερού είναι νομίζω ότι θέλει πρώτη ποιότητα σε όλα του και αυτό αφορά και στα φαγητά που τα θέλει σπάνια κι εκλεπτυσμένα, και στη σεξουαλική του ζωή όπου διάγει βίο bon viveur, και μέσα σ' όλα θέλει να έχει και τις πιο ψαγμένες πολιτικές ιδέες και θέσεις, οπότε επιλέγει να είναι σοσιαλιστής που ακούγεται πιο επιπέδου. Εν ολίγοις διαλέγει την Αριστερά με παρόμοια κριτήρια που διαλέγει και το χαβιάρι, ως κάτι το ταυτόχρονα ποιοτικό και εξωτικό.

Πάμε τώρα στη μεταφορά στην Ελλάδα. Κατ' αρχήν, ένας συνοπτικός ορισμός της χαβιαριστεράς φέρεται να έχει δοθεί από τον γνωστό σλανγιώτατο Κώστα Ζουράρι.

Για όσους δεν ξέρουν τον όρο Gauche caviar κατά τον κυβερνητικό βουλευτή Ζουράρι, χαβιαροαριστερά σημαίνει «γκλαμουριάρικη ζητιανιά της εξουσίας»! (εδώ).

Τώρα, η εντύπωση που έχω είναι ότι στην Ελλάδα ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο εναντίον των εξής: α) Αυτού που ονομάζουμε Πολιτισμική Αριστερά κατ' αντιδιαστολή προς την καθαυτό Αριστερά (να την πούμε κομμουνιστική;) που είναι περισσότερο οικονομοκρατική, ταξική και εντέλει μαρξιστική. Η πολιτισμική Αριστερά υπερασπίζεται δικαιώματα, λ.χ. μειονοτήτων, ομοφυλοφίλων, προσφύγων, δεν μπαίνει όμως στο βάθος της ταξικής διάστασης των προβλημάτων, αλλά μένει σε ένα επίπεδο πολιτισμικού εποικοδομήματος. β) Σχετικοάσχετα, χρησιμοποιείται από ορισμένους αριστερούς οι οποίοι είναι φιλικοί προς τον (όπως θέλετε πείτε το) πατριωτισμό ή εθνικισμό ή ελληναρισμό και οι οποίοι κατηγορούν ως χαβιαριστερούς την Κοσμοπολίτικη Αριστερά ή την διεθνιστική Αριστερά με την αφηρημένη έννοια. Τους προσάπτουν ότι είναι εθνομηδενιστές και, εδώ είναι το κρίσιμο, ότι δεν νιώθουν τις ευαισθησίες του πραγματικού λαού, του λαένιου λαού, μέσα στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνονται και στοιχεία, όπως το να είναι κανείς ελληναράς (με την αριστερή έννοια) ή η ορθόδοξη πίστη μας, τα ήθη και έθιμα του τόπου και τα ρέστα σημαιούλες. Οι χαβιαριστεροί κατηγορούνται συναφώς ως άνιωθοι, ως αποκομμένοι από το λαό, ως προτιμώντες το χαβιάρι από το ψωμί, το σουβλάκι και το Γιάνη Βαρουφάκη, και εντέλει ως παραχωρούντες όοολα τα παραπάνω στη Χρυσή Αυγή και τα δεξιά εθνίκια, ως μη έδει. γ) Επίσης χρησιμοποιείται εναντίον ντεκαφεϊΚνέ κεντροαριστερών, οι οποίοι αν και αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, στην ουσία είναι κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση στην καλύτερη φιλελέφτ, αριστεροφιλελέδες, χιπστέρια, ενώ στη χειρότερη πασοκόψυχοι χιπστεροναζί σοσιαληστές. Νομίζω ὀτι περισσότερο εννοείται με την έκφραση το α), μετά το β) και μετά το γ).

  1. Όμως, παρ' όλα αυτά, υπάρχει πάντα η «πανουργία της ιστορίας». Μιας ιστορίας που σήμερα οδηγεί σε παγκόσμια κρίση –οικονομική και ταυτόχρονα κρίση της παγκοσμιοποίησης– που οδηγεί σε έξαρση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην περιοχή, με την Παλαιστίνη ως επίκεντρο, μια παγκόσμια κρίση που θα αποτελέσει ταυτόχρονα και κρίση των ιδεολογιών του πολυπολιτισμού, του εθνομηδενισμού και της παγκοσμιοποίησης, μέσα στην οποία κινείται η χαβιαροαριστερά ο αριστερισμός και ο αντιεξουσιασμός της κακιάς ώρας. Και όσο και εάν όλοι αυτοί θέλουν να ταυτίσουν τα αντιπαγκοσμιοποιητικά ρεύματα, που θα ενισχυθούν στην ελληνική κοινωνία, με το ΛΑΟΣ και τον «ρατσισμό», δεν θα μπορέσουν να το πετύχουν. Είναι εξ άλλου χαρακτηριστικό πως ακόμα και ένα γραφειοκρατικό κόμμα όπως το ΚΚΕ –και παρά την αιώνια λογική της προβοκάτσιας με την οποία αναλύει τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα– κατορθώνει όχι μόνο να εντάσσει στους κόλπους του ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας, ιδιαίτερα από τα λαϊκά στρώματα, αλλά και να αντιστέκεται στην χαβιαροαριστερά. Κατά συνέπεια, θα ήταν μεγάλο σφάλμα να χαρίσουμε όλη τη νεολαιίστικη αντίδραση στις δυνάμεις της ψευδο-εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και του εθνομηδενισμού, χαρακτηριζοντάς την συλλήβδην ως αντιδραστική ή «φασιστική νέου τύπου». (Αρένα).
  2. Σε μπελάδες βάζουν την εγχώρια χαβιαροαριστερά και τους «ταξικιστικούς» (και ουχί ταξικούς) EXOFYLLO_small νεοφιλελεύθερους "αριστερούς" ανανεωτές (εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ), οι εξαιρετικές εκδόσεις Α/ΣΥΝΕΧΕΙΑ, με την έκδοση του βιβλίου του Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα, αντιπρόεδρου της Βολιβίας και στενού συνεργάτη του Έβο Μοράλες. Όχι επειδή ο χώρος του «αριστερού life style, δεν αναφέρεται σαν απόπειρα για έμπνευση ή για προβληματισμό στο μπολιβαριανό κίνημα, αλλά επειδή φανερώνει τις καθηλώσεις και την υποκρισία που το διαπνέει. Υποκρισία αλλά και «εφηβική» εμμονή να γοητεύεται από οτιδήποτε εξωτικό, αλλά να θεωρεί αναχρονισμό και …εθνικισμό να βρίσκει αναλογίες στον δικό της τόπο. Ο Λινέρα, αναφέρει …απαγορευμένες λέξεις για τους κοσμοπολίτες «αριστερούς» μας, που αναφέρονται παραδόξως στην Λατινική Αμερική και στην εθνική ανεξαρτησία που εμπνέει πολλά κράτη της: ιθαγενικό κίνημα, παράδοση, ρήξη με την αναποτελεσματική συμβιβασμένη αριστερά, αντι-ιμπεριαλισμός, κ.α. (Εδώ).

Βεβαίως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εναντίον οποιουδήποτε διάγει χλιδαίο βίο προδίδοντας τις αριστερές αρχές. Ορισμένα παραδείγματα ακόμη:

  1. Στη Γαλλία η χαβιαριστερά των σοσιαλιστών, αλλά και η ευρωπαϊστικη «αριστερά» του Μελανσόν, ηττήθηκαν κατά κράτος μπροστά στη Λεπέν που εμφανίζεται ως υποστηρικτής της γαλλικής ανεξαρτησίας απέναντι στη Γερμανία. (Άρδην-Ρήξη).
  2. Η caviar gauche, είναι παντός καιρού. Πάει με όλα. Και συμφέρει. Φουστόμπλουζο στη δεξίωση και ταφταδένια γκράντε τουαλέτα, στη δουλειά. Απάντηση: έτσι πρώτη φορά χαβιαριστερασανο σανο σανο σανο σανο σανο σανο σανο εσείς οι άνεργοι του ΙΤ, δείτε τους να καλοπερνάνε με τα λεφτά των άλλων. (Ολυμπία).
  3. Ο νόμος θα εφαρμοστεί όποτε (και σε βάρος όσων) θελήσουν οι τοποτηρητές του υπαρκτού λαμογισμού, οι παραγωγοί χαβιαριστερισμού, οι εκσυγχρονιστές της Siemens και οι λοιποί πασόκοι. Τζάμπα μάγκες. (Δημοκρατία).

Πουθενά χαβιάρι. Να τα λέμε κχιαυτά! Φεραριστερά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που τρώει σουβλάκια, το λέει κι η λέξη. Καθ' εαυτό το να τρως σουβλάκια 'ν'ν' κακό..., μόνο κάπως παχυντικό και ανθυγιεινό. Η έκφραση, όμως, χρησιμοποιείται ως εθνικό αυτοφαυλιστικό για να χαρακτηρίσει τον κλασικό τον μαλάκα τον Έλληνα. Η σουβλακοφαγία θεωρείται ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού κι έτσι όταν θέλουμε να αυτοβριστούμε ή να αποδεχθούμε στερεοτυπικές βρισιές άλλων για εμάς, θα αναφερθούμε σε έναν Έλληνα σουβλακοφάγο, φραπέλληνα / φραπεδέλληνα, τσιφτετέλληνα κ.τ.ό. Ο σουβλακοφάγος είναι, λοιπόν, ο Ελληνάρας, που, όπως ορίζεται προσφυώς από σύσσλανγκο, έχει «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν». Βρωμάει αντρίλα, αρχιδίλα, ματσίλα που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα. Όπως, όμως, και ο Lumberjack των Monty Python μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (όντας όντως σουβλακοφάγος).

Λιτός βίος

  1. Μένει να ξαναγίνουμε ο κατά Σάξονα τεμπέλης, φωνακλάς, καλοπερασάκιας, σουβλακοφάγος, τριχωτός και μικροτσούτσουνος λαός. (Από μπλογκ).
  2. Φραπεδέλληνας ο σουβλακοφάγος. O πρωτος ειναι προφανες οτι ειναι Δημόσιος Υπάλληλος που τιμησε με την ψηφο του το ΠΑ__Κ και αυτο τον τιμησε διοριζοντας και την υπολοιπη οικογενεια… Ο καγκουρο50αρης που μπηκε μετα, τον κοβω να ειναι αγροτης του καφενειου και του κωλόμπαρου, τίγκα στις μαϊμού επιδοτησεις… Ο παπουλης, δεν ψηφισε τον «αλλο». Βενιζελο ψηφισε… Αλτσχάιμερ πρωιμης μορφης… Ο αλλος ειναι 71 χρονων δεν είναι «χτεσινός», αλλα οι χτεσινοι φταινε για ολα… Ο κλασικός ο κύριος ο Έλληνας… Η χοντρη κυριουλα με τα γυαλια, μαζευει ευρουλακια χωρις αποδειξη. Κλασσικη κυριουλα της κατουρημένης ποδιάς, για τα τεκνα της ρε γαμώτο… Ο επομενος γυαλάκιας ο κλασσικος καφενοβιος που τα ξερει ολα, γιατι ειναι γεννημενος το 40’… Ζουν ανάμεσά μας… Αν υποψιαστω οτι ειναι και πλειοψηφια, μαζι με τους αλλους του Αντωνακη, ψαχνω για διαβατηριο…. (Εθνικός αυτοφαυλισμός εδώ).
  3. Καθε σουβλακοφαγος χρυσαυγουλα θα ποθησει και θα φορεσει αυτα τα εσωρουχα . ειδικα αν βγουν και σε παραλλαγη θα γινουν αναρπαστα. (Γυναικεία εσώρουχα για άντρες).

Η λέξη ασφαλώς μπορεί να σημάνει απλώς κάποιον που του αρέσουν τα σουβλάκια χωρίς άλλη κονοτέησιο.

Είσαι τίμιος σουβλακοφάγος γιατί αν και το τρως μπασταρδεμένο, έχεις απλά αποδεχθεί την μετεξέλιξη του σουβλακιού. (Τι άνδρας είσαι ανάλογα με το τι σουβλάκι τρως).

Και βεβαίως αποτελεί το παρατσούκλι ειδικά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή (ανηψιού) στον οποίο αναφέρονται και τα περισσότερα αποτελέσματα του γούγλη. Ως πολιτικό παρατσούκλι βγάζει χάρη στο -φαγος, κάτι το ένδοξο εθνικιστικό, όπως λέμε Τουρκοφάγος, Βουλγαροκτόνος κ.τ.ό., μόνο που ο εν λόγω καθαρίζει απλώς σουβλάκια.

  1. Το Χριστοφοράκο τον φυγάδεψε η ντορα και ο σουβλακοφαγος.....δε μπορεί να το ξεχάσες ούτε να μη το πρόσεξες. (Εδώ).
  2. Δηλαδη ο "σουβλακοφαγος" δεν εφταιξε, ο Παυλόπουλος με τις προσληψεις δεν εφταιξε? Τελος παντων, κάθε λαος αξιζει τους "αρχοντες" του! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.

  1. -Κοίτα πόσο ανοιχτή είναι η σκατότρυπά της φίλε...κοίτα... Μας χωράει και τους δύο...
    - Όχι...μη!!! Σας παρακαλώ νιώθω ήδη ξεσκισμένη...!, παρακάλεσα. (Από ερωτική ιστορία στο Φλοκ τζι αρ).
  2. Η Φωφώ μη έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να γλείφει τη σκατότρυπα της Σοφίας, που είχε κολλήσει πάνω στα χείλια της.
  3. Ε? Ε? μέχρι και την σκατότρυπά μου σου αρέσει να καθαρίζεις βρωμοπουστράκι μου! Λατρεμένο σιχαμένο κωλογλειφτράκι μου?» (Από το Μπουντουσουμού).

Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.

  1. Αλβανια- μια σκατότρυπα στα βαλκάνια. (Εδώ).
  2. Μια σκατότρυπα είναι η Αθήνα, όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, με τα νεύρα τους μονίμως σπασμένα. (Εδώ).
  3. Αξίζει κανένας από εμάς τους υπόλοιπους να παλεύει σε αυτή την άθλια χώρα; Καλύτερα να φεύγουμε από την σκατότρυπα όσο είναι ακόμα καιρὀς (Εδώ).
  4. ΤΟ ΣΑΙΤ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΟΛΛ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ? ΕΛΕΟΣ! (Εδώ).
  5. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεις λεφτά και μια σκατότρυπα για να μεγαλώσεις τα βρωμοπαιδά σου. (Εδώ).

Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.

  1. Είμαι πραγματικά περίεργος σε ποια σκατοτρυπα θα κρυβόταν ο Πάγκαλος αν κάποιος απ τους συγγενείς των νεκρών του ζητούσε αποδείξεις. (Από Τουίτερ).
  2. Μαλακάκο δεξιούλη πατριωτάκο πίσω στη σκατότρυπά σου, παίξε και καμιά μαλακία και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι μας καυλώσει.. (Τρομπαχτικό).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ των φοιτητής και της γαμοσλανγκοτέτοιας (ετικετοποιήσιμης;) κατάληξης -(α)μπουρας, που ο σύσσλανγκος εδώ ετυμολογεί από το berrü = άντρας στα αλβανικά (ας επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν οι επαΐοντες).

Ο φοιτητάμπουρας, επομένως, είναι ο φοιτητής που είναι αλητάμπουρας, κοπριτάμπουρας, αρχιδάμπουρας, ενίοτε χλιδάμπουρας όταν πηγαίνει σε πάρτι της ΔΑΠ, είναι μέλος των συλλόγων Σ.Κα.Πα.Π. και Σπα.Πα.Πε., δεν είναι επιμελής, αναλώνεται είτε σε παρτάκια με επίπεδο-ΔΑΠεδο είτε στην αριστεροχαρά της ένταξης σε πολιτικές νεολέρες, όπου μπορεί να διαπρέψει και ως σταλινογαμπρός και γενικώς ευχαριστιέται τα νιάτα του ή και τα άντα του αν είναι απαταιώνιος φοιτητής.

  1. Άει μωρή τσουτσού που θες και χαρτομάντιλα, κάτσε διάβασε.... μια ζωη φοιτητάμπουρας. (Εδώ).
  2. Στην εξεταστική οι φοιτητές διαβάζουν.Εγώ ως φοιτητάμπουρας βλέπω Daria. Άντε και καλό σεπτέμβρη. (Εδώ).
  3. Πάει τώρα ο μπάι κιούριους φοιτητάμπουρας με φάτσα κυπρίου κεμπαμπτζή και κακάδι στο μούσι (ομάζ αυτό, ξέρει ποιος) να κάμει τον καμπόσο σε ποιόν; Στον Βόλφγκανγκ τον Σόιμπλε. Έλα μουνί στον τόπο σου. (Εδώ).
  4. Συριζαίος άεργος φοιτητάμπουρας: με τα capital controls επιτέλους υποφέρει ο Βαρδινογιάννης όπως υπέφερε ο λαός τόσα χρόνια. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καλοβλαμμένος μικροαστός, ο μικροαστούλης, η κατάληξη -ακιας εν προκειμένω μάλλον θίγει ότι ο εν λόγω έχει συμπεριφορές ή νοοτροπίες ή λέει ατάκες που τις συνηθίζουν οι μικροαστοί. Ενώ το μικροαστός δηλαδή δηλώνει βασικά ότι κάποιος ανήκει πολιτικοκοινωνικά σε μια ορισμένη τάξη, το μικροαστάκιας δηλώνει περισσότερο συμπεριφορά/ νοοτροπία/ τρόπο εκφραστικής που μπορεί να έχει και κάποιος ανήκων σε άλλη τάξη. Η λέξη είναι παλιά, την βρίσκω στον Στρατή Τσίρκα, ενώ φέρεται να την έχει χρησιμοποιήσει και ο Νίκος Ζαχαριάδης.

  1. Τ'Ανθρωπάκι δούλευε διαφορετικά. Να η γραμμή, ιδού το φως. Το υλικό, δηλαδή τα γεγονότα και οι άνθρωποι, με τ' απρόοπτα και τις ιδιομορφίες τους, έπρεπε να πάρουν αυτό το δρόμο. Αν αντιστέκονταν, τα τσαλαπατούσε και τα παραμέριζε. Όσοι γυρεύανε να πεισθούν ή εκφράζανε δισταγμό ήταν μικροαστάκηδες, ύποπτοι. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 235).
  2. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος «αντικαπιταλιστική πάλη» χρησιμοποιήθηκε από ευρωκομμουνιστές, νεοαριστερούς, και κάτι «μικροαστάκηδες και διανοουμενάκηδες», κατά την έκφραση του Ν. Ζαχαριάδη - τους ταιριάζει γάντι ο όρος «αντικαπιταλιστική», γιατί το «αντιιμπεριαλιστική» παραπέμπει ευθέως στον Λένιν και στην επανάσταση, στην ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό, την εξάρτηση, τον αδύνατο κρίκο, το κόμμα νέου τύπου, την ανισόμετρη ανάπτυξη, τον ΚΜΚ κ.ά. (Ρίζος).
  3. Τώρα τελευταία έχω ένα χοντρό πρόβλημα. Όταν αράζω στο καφενείο και κοπροτεμπελιάζω κοιτώντας σε ένα δυό σημεία για ξεκούραση, στραμπουλάω το δεξί μου αρχίδι και βαριέμαι να κατεβάσω και να αλλάξω σταβροπόδι. Σιγά μην γίνω και εγώ σαν όλους τους μικροαστάκηδες με μηχανή, αμάξι, δάνειο από τράπεζα να έχω κάποια δουλειά, κάποιο σπίτι να αράζω όσο θέλω και όπως θέλω και να πάνε όλοι οι μικροαστάκηδες να γαμιούναι. Και επειδή είμαι και ψαγμένος ταξικά, εγώ όλους αυτούς τους μικροαστάκηδες τους αποκαλώ υβριστικά προκομένους και θύματα του καπιταλισμού. Εγώ είμαι ένας ταξικός αρχιτεμπέλαρος και δεν μασάω με τίποτα.... αλλά ευτυχώς που υπάρχουν άλλοι στην οικογένεια και τα κάνουν άλα αυτά με υπερηφάνεια. Ανατροπέας Αρχιτεμπέλαρος (Ίντυ).
  4. Χαμίνι της Εκάλης, μικροαστάκιας, μεσοαστούλης, αλλοτριωμένος, εξουσιαζόμενος κτλ... (ΡΟΧΑΛΕΣ ΣΕ ΚΑΘΕ "ΕΝΤΕΧΝΗ" ΚΑΡΑΚΙΤΣΑΤΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον μαλάκα, συνώνυμο του μαλακαντρέας. Πιθανολογώ ότι ο λόγος που επελέγησαν τα ονόματα Αντώνης και Αντρέας και όχι κάποια άλλα σχετίζεται με τους πολιτικούς Αντώνη Σαμαρά και Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοίχως με το ότι αρχίζουν από άλφα και είναι τρισύλλαβα. Για τη σλανγκικότητα εξάλλου του ονόματος Αντώνης, βλέπε τα βουβαντώνης, τρελαντώνης, αλλά και το αντώνης. Καίτη, λοιπόν, η μεγάλη πλειοψηφία των αποτελεσμάτων στον γούγλη αναφέρεται στον πρώην πρωθύ Αντώνη Σαμαρά, το τυπολογικό όνομα προϋπήρχε.

  1. Οι καραγκιόζηδες και οι μαλακαντώνηδες νόμιζαν ότι πουλώντας τρέλα θα έκρυβαν την αδυναμία βιωσιμότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και ναι. Οι νέοι με ικανότητες δεν θα μείνουν στο τριτοκοσμικό κωλοχανείο για να ψήνουν τυρόπιτες και να φτιάχνουν καφέδες. (Κάπιταλ).
  2. Το βέβαιο είναι ότι δεν κινδυνεύει από μαλακαντώνηδες και μαλακαδώνηδες. (Τοίχο-τοίχο: Αυτή η κυβέρνηση έχει κερδίσει τον σεβασμό μου).
  3. Τὸ ὅτι ὁ Σαμαρᾶς εἶναι Μαλακαντώνης καὶ ὄχι Τρελλαντώνης ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐφορτώθη βλακωδῶς αὐτὰ τὰ φυράματα τὰ ὁποῖα βεβαίως εὐκαιρίας δοθείσης θὰ προδώσουν καὶ αὐτόν. (Ἐδῶ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία